About: Rum Millet

An Entity of Type: country, from Named Graph: http://dbpedia.org, within Data Space: dbpedia.org

Rūm millet (millet-i Rûm), or "Roman nation", was the name of the Eastern Orthodox Christian community in the Ottoman Empire. Despite being subordinated within the Ottoman political system, the community maintained a certain internal autonomy.

Property Value
dbo:abstract
  • الملة الرومية (بالتركيَّة: millet-i Rûm) هو اسم المجتمع المسيحي الأرثوذكسي في الدولة العثمانية. كانت الملّة الأرثوذكسية أكبر الملل غير الإسلامية في الدولة العثمانية، وقد انقسم أتباعها إلى عدّة كنائس أبرزها كنيسة الروم، والأرمن، والأقباط، والبلغار، والصرب، والسريان، وكانت هذه الكنائس تُطبق قانون جستنيان في مسائل الأحوال الشخصية. خصّ العثمانيون المسيحيين الأرثوذكس بعدد من الامتيازات في مجاليّ السياسة والتجارة، وكانت هذه في بعض الأحيان بسبب ولاء الأرثوذكسيين للدولة العثمانية. (ar)
  • El millet-i Rûm ('nació romana') fou el millet dels cristians ortodoxos de l'Imperi Otomà. Estava subordinat a l'autoritat de l'imperi, però gaudia d'una certa autonomia que ha estat comparada amb els guetos. Tot i que el seu nom es referia als romans d'Orient, conquerits progressivament pels turcs entre el 1071 i el 1435, també agrupava serbis, búlgars, romanesos i albanesos, entre altres nacions. A ulls del govern otomà, la identitat del millet es basava fonamentalment en la seva religió i no en els seus orígens ètnics. Les elits hel·lenòfones del millet es feren seva aquesta visió per consolidar la seva posició al cim de la jerarquia social del millet. (ca)
  • Ρουμ μιλλέτ (τουρκ. millet-i Rûm, «έθνος των Ρωμαίων») ονομαζόταν το μιλλέτ των Ορθόδοξων Χριστιανών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ρουμ είναι η τουρκική μορφή της ελληνικής λέξης «Ρωμιός» που αναφερόταν σε όσους προέρχονταν από την ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία και μέχρι το 19ο αιώνα ήταν ισοδύναμη με την έννοια του Ορθόδοξου Χριστιανού. Ο όρος χρησιμοποιούνταν από την οθωμανική διοίκηση για να περιγράψει όλους όσους βρίσκονταν υπό τη διοίκηση των ορθόδοξων πατριαρχείων και εκκλησιών στην οθωμανική επικράτεια. Όλοι αυτοί υπόκεινταν στον άμεσο ή έμμεσο έλεγχο του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης. Μετά την ἀλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 ο οθωμανός Σουλτάνος Μωάμεθ ανέθεσε τον έλεγχο των κατακτημένων στον υψηλότερο εναπομείναντα στην πόλη Βυζαντινό αξιωματούχο, το Μέγα Δούκα Λουκά Νοταρά. Λίγο αργότερα ο Νοταράς έχασε την εμπιστοσύνη του Σουλτάνου, που διέταξε την εκτέλεσή του και στράφηκε στην εκκλησία. Επικεφαλής της αναδείχθηκε ο Γεννάδιος Σχολάριος, που ενθρονίστηκε Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης τον Ιανουάριο του 1454. Σύμφωνα με τη μόνη σύγχρονη πηγή των γεγονότων, τον Κριτόβουλο, ο Σουλτάνος αποκατέστησε την εκκλησία στη θέση που είχε πριν την οθωμανική κατάκτηση και έδωσε στον Πατριάρχη «δώρα» και «ελευθερία», η σημασία των οποίων είναι δύσκολο να εξακριβωθεί. Ο πατριάρχης ήταν από τα ανώτερα αξιώματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και λογοδοτούσε μόνο στον σουλτάνο. Θεωρώντας ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν ο διάδοχος της Βυζαντινής (Ελληνικής) Εκκλησίας, οι Οθωμανοί ανέθεσαν τις κυριότερες αρμοδιότητες της εκκλησιαστικής διοίκησης σε Έλληνες ή τουλάχιστον ελληνόφωνους. Κατά τον 15ο και 16ο αιώνα, και πιθανόν και αργότερα, οι Οθωμανοί δεν είχαν σταθερή πολιτική για τους μη Μουσουλμάνους. Η εξουσία που αναγνωριζόταν στο πρόσωπο κάθε Πατριάρχη ήταν προσωπική, όχι θεσμική, και με την ενθρόνιση κάθε νέου Πατριάρχη χρειαζόταν να εκδοθεί νέο μπεράτι. Οι οθωμανοί δεν ευνοούσαν πάντοτε το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Το 1557, επί βασιλείας του Σουλεϊμάν Α΄, η μέχρι τότε αυτοκέφαλη μητροπολιτική έδρα του Ιπεκίου έγινε Πατριαρχείο, μετά από αίτημα του Σοκολού Μεχμέτ Πασά, ο αδερφός του οποίου ενθρονίστηκε Πατριάρχης, με σκοπό τον καλύτερο έλεγχο των Σλαβικών περιοχών των Βαλκανίων. Επίσης, επέτρεψαν τη δράση Καθολικών ιεραποστόλων που προσπαθούσαν να προσηλυτίσουν ορθοδόξους Χριστιανούς ιδρύοντας ουνίτικες Εκκλησίες. Αντιδρώντας στην Καθολική πρόκληση το Οικουμενικό Πατριαρχείο προσπάθησε να υπαγάγει το σύνολο της εκκλησιαστικής ιεραρχίας στον έλεγχό του. Η προσπάθεια στέφθηκε με επιτυχία με την κατάργηση του Πατριαρχείου του Ιπεκίου και της Αρχιεπισκοπής της Αχρίδας το 1766 και 1767 ανστίστοιχα. Από το 18ο αιώνα, λόγω της ανάπτυξης του εμπορίου, η ελληνική γλώσσα έγινε lingua franca και όποιος σκόπευε να ασχοληθεί με το εμπόριο και τις τέχνες έπρεπε να γνωρίζει ελληνικά. Οι εμπορικές επαφές, οι μικτοί γάμοι και η κοινή θρησκεία οδήγησε αρκετούς Βουλγάρους να υιοθετήσουν έναν ελληνικό τρόπο ζωής. Η γνώση της ελληνικής ήταν θέμα κοινωνικής και πολιτισμικής διάκρισης και δεν γινόταν αντιληπτή ως εθνική αφομοίωση. Σαν αποτέλεσμα αυτού, δημιουργήθηκε τον 18ο αιώνα μία συνεκτική πολυ-εθνική Ορθόδοξη πολιτισμική κοινότητα, με τα δικά της υπερ-εθνικά χαρακτηριστικά, ένα εκ των οποίων ήταν τη χρήση της ελληνικής στη λατρεία και τη διανόηση. Τα μέλη αυτής της κοινότητας αυτοαποκαλούνταν «Ρωμαίοι» ή «Ρωμιοί» στα ελληνικά και «Ромеи» στα βουλγαρικά ή "Βυζαντινοί" με την έννοια των Ορθοδόξων. Μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα Έλληνες και μή-Έλληνες των Βαλκανίων, ειδικά μεταξύ του αστικού πληθυσμού, αυτοαποκαλούνταν "Ρωμιοί", ενώ στην ύπαιθρο χρησιμοποιούσαν τον όρο "Χριστιανοί". Για τα μέλη της Ορθόδοξης κοινότητας, σε αστικά και αγροτικά περιβάλλοντα, η μετοχή στη θρησκευτική κοινότητα θεωρούνταν σημαντικότερη από την εθνότητα και σπάνια γινόταν χρήση εθνωνυμίων. Σύμφωνα με τους ιστορικούς Άντονυ Σμιθ και Βασίλη Γούναρη, η ύπαρξη συλλογικής ονομασίας, μύθου κοινής καταγωγής από το Βυζάντιο, κοινής παράδοσης θρησκευτικών διωγμών, αλληλεγγύης μεταξύ ομοδόξων και κοινής θρησκευτικής νοοτροπίας ανάμεσα στα μέλη του Ρουμ μιλέτ σημαίνει ότι αποτελούσαν εθνοτική ομάδα. (el)
  • Rūm millet (millet-i Rûm), o «nación romana», era el nombre de la comunidad cristiana ortodoxa oriental en el Imperio Otomano. A pesar de haber sido subordinada dentro del sistema político otomano, la comunidad mantuvo cierta autonomía interna.​ (es)
  • Le millet des Rums (millet-i Rûm), ou "nation romaine ", est le nom de la communauté chrétienne orthodoxe de l'Empire ottoman. Bien que subordonnée au système politique ottoman, la communauté a conservé une certaine autonomie interne. (fr)
  • Rūm millet (millet-i Rûm), atau "bangsa Romawi", adalah nama komunitas Gereja Ortodoks Timur di Kekaisaran Utsmaniyah. Meskipun umat Kristen ditaklukan oleh Islam, komunitas tersebut menikmati otonomi internal tertentu. (in)
  • Rūm millet (millet-i Rûm), or "Roman nation", was the name of the Eastern Orthodox Christian community in the Ottoman Empire. Despite being subordinated within the Ottoman political system, the community maintained a certain internal autonomy. (en)
  • Con il termine Rūm millet (millet-i Rûm) si intendevano le comunità cristiana ortodosse orientale nell'Impero ottomano. Nonostante la società ottomana fosse subordinata all'ordinamento islamico, le comunità dei fedeli di altre religioni, millet, mantennero una certa certa autonomia interna. Ai cristiani appartenenti alla Rūm millet fu consentito di regolare la propria vita all'interno delle comunità secondo le proprie conseutidini e leggi per quanto riguardano le materie inerenti alla sfera religiosa, come famiglia, successione e matrimonio. Le liti tra cristiani erano giudicate da tribunali propri e solo se la causa vedeva protagonisti anche musulmani questa passava di competenza ai tribunali islamici. La comunità Rūm millet aveva al vertice il patriarca di Costantinopoli. (it)
  • Rum millet (z tur. Naród rzymski) – zwane potocznie „prawem separacji Narodu”, prawo uznające zwierzchność prawosławnego Patriarchy Konstantynopola oraz greckokatolickiego Patriarchy Antiochii, Jerozolimy i Aleksandrii (od 1837) nad wyznawcami chrześcijaństwa w Imperium osmańskim. Przyznanie przywileju rum millet patriarsze Antiochii, Jerozolimy i Aleksandrii zatwierdził w 1838 papież Grzegorz XVI. W systemie millet, zgodnie z którym Turcy osmańscy urządzili swoje państwo, patriarcha konstantynopolitański oraz patriarcha antiocheński zostali uznani za władców rum millet („narodu rzymskiego”), z czym wiązała się quasi-suwerenna władza świecka w zakresie sądowniczym, podatkowym i finansowym nad podległym narodem. Imperium Osmańskie stworzyło ten system na podobieństwo systemu Cesarstwa Rzymskiego, w którym władcy mniejszych państw, nie tracąc swojej suwerenności, hołdują cesarzowi rzymskiemu. Po dziś dzień patriarchowie konstantynopolitańscy i antiocheńscy w swoich herbach używają korony królewskiej na znak posiadanych praw suwerena. (pl)
  • Рум-миллет (осман. millet-i Rûm‎ — дословно «Римская (ромейская) нация») — обозначение православного населения Османской империи, объединённого в особую социально-правовую группу. Термин «Рум-миллет» возник после османского завоевания Константинополя, когда Мехмед Завоеватель заявил претензии на византийское (римское) наследие. Рум-миллет обладал значительной автономией во внутренних вопросах. Главой Рум-миллета (этнархом) считался Вселенский патриарх Константинополя, большой самостоятельностью пользовались главы автономных православных церквей — Антиохийский, Иерусалимский, Александрийский, Сербский, Грузинский патриархи, Охридские архиепископы. (ru)
dbo:thumbnail
dbo:wikiPageExternalLink
dbo:wikiPageID
  • 38093006 (xsd:integer)
dbo:wikiPageLength
  • 11764 (xsd:nonNegativeInteger)
dbo:wikiPageRevisionID
  • 1115232989 (xsd:integer)
dbo:wikiPageWikiLink
dbp:wikiPageUsesTemplate
dcterms:subject
gold:hypernym
rdf:type
rdfs:comment
  • الملة الرومية (بالتركيَّة: millet-i Rûm) هو اسم المجتمع المسيحي الأرثوذكسي في الدولة العثمانية. كانت الملّة الأرثوذكسية أكبر الملل غير الإسلامية في الدولة العثمانية، وقد انقسم أتباعها إلى عدّة كنائس أبرزها كنيسة الروم، والأرمن، والأقباط، والبلغار، والصرب، والسريان، وكانت هذه الكنائس تُطبق قانون جستنيان في مسائل الأحوال الشخصية. خصّ العثمانيون المسيحيين الأرثوذكس بعدد من الامتيازات في مجاليّ السياسة والتجارة، وكانت هذه في بعض الأحيان بسبب ولاء الأرثوذكسيين للدولة العثمانية. (ar)
  • El millet-i Rûm ('nació romana') fou el millet dels cristians ortodoxos de l'Imperi Otomà. Estava subordinat a l'autoritat de l'imperi, però gaudia d'una certa autonomia que ha estat comparada amb els guetos. Tot i que el seu nom es referia als romans d'Orient, conquerits progressivament pels turcs entre el 1071 i el 1435, també agrupava serbis, búlgars, romanesos i albanesos, entre altres nacions. A ulls del govern otomà, la identitat del millet es basava fonamentalment en la seva religió i no en els seus orígens ètnics. Les elits hel·lenòfones del millet es feren seva aquesta visió per consolidar la seva posició al cim de la jerarquia social del millet. (ca)
  • Rūm millet (millet-i Rûm), o «nación romana», era el nombre de la comunidad cristiana ortodoxa oriental en el Imperio Otomano. A pesar de haber sido subordinada dentro del sistema político otomano, la comunidad mantuvo cierta autonomía interna.​ (es)
  • Le millet des Rums (millet-i Rûm), ou "nation romaine ", est le nom de la communauté chrétienne orthodoxe de l'Empire ottoman. Bien que subordonnée au système politique ottoman, la communauté a conservé une certaine autonomie interne. (fr)
  • Rūm millet (millet-i Rûm), atau "bangsa Romawi", adalah nama komunitas Gereja Ortodoks Timur di Kekaisaran Utsmaniyah. Meskipun umat Kristen ditaklukan oleh Islam, komunitas tersebut menikmati otonomi internal tertentu. (in)
  • Rūm millet (millet-i Rûm), or "Roman nation", was the name of the Eastern Orthodox Christian community in the Ottoman Empire. Despite being subordinated within the Ottoman political system, the community maintained a certain internal autonomy. (en)
  • Рум-миллет (осман. millet-i Rûm‎ — дословно «Римская (ромейская) нация») — обозначение православного населения Османской империи, объединённого в особую социально-правовую группу. Термин «Рум-миллет» возник после османского завоевания Константинополя, когда Мехмед Завоеватель заявил претензии на византийское (римское) наследие. Рум-миллет обладал значительной автономией во внутренних вопросах. Главой Рум-миллета (этнархом) считался Вселенский патриарх Константинополя, большой самостоятельностью пользовались главы автономных православных церквей — Антиохийский, Иерусалимский, Александрийский, Сербский, Грузинский патриархи, Охридские архиепископы. (ru)
  • Ρουμ μιλλέτ (τουρκ. millet-i Rûm, «έθνος των Ρωμαίων») ονομαζόταν το μιλλέτ των Ορθόδοξων Χριστιανών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ρουμ είναι η τουρκική μορφή της ελληνικής λέξης «Ρωμιός» που αναφερόταν σε όσους προέρχονταν από την ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία και μέχρι το 19ο αιώνα ήταν ισοδύναμη με την έννοια του Ορθόδοξου Χριστιανού. Ο όρος χρησιμοποιούνταν από την οθωμανική διοίκηση για να περιγράψει όλους όσους βρίσκονταν υπό τη διοίκηση των ορθόδοξων πατριαρχείων και εκκλησιών στην οθωμανική επικράτεια. Όλοι αυτοί υπόκεινταν στον άμεσο ή έμμεσο έλεγχο του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης. (el)
  • Con il termine Rūm millet (millet-i Rûm) si intendevano le comunità cristiana ortodosse orientale nell'Impero ottomano. Nonostante la società ottomana fosse subordinata all'ordinamento islamico, le comunità dei fedeli di altre religioni, millet, mantennero una certa certa autonomia interna. (it)
  • Rum millet (z tur. Naród rzymski) – zwane potocznie „prawem separacji Narodu”, prawo uznające zwierzchność prawosławnego Patriarchy Konstantynopola oraz greckokatolickiego Patriarchy Antiochii, Jerozolimy i Aleksandrii (od 1837) nad wyznawcami chrześcijaństwa w Imperium osmańskim. Przyznanie przywileju rum millet patriarsze Antiochii, Jerozolimy i Aleksandrii zatwierdził w 1838 papież Grzegorz XVI. Po dziś dzień patriarchowie konstantynopolitańscy i antiocheńscy w swoich herbach używają korony królewskiej na znak posiadanych praw suwerena. (pl)
rdfs:label
  • الملة الرومية (ar)
  • Millet-i Rûm (ca)
  • Ρουμ μιλλέτ (el)
  • Rum Millet (es)
  • Rum Millet (in)
  • Millet des Rums (fr)
  • Rūm millet (it)
  • Rum millet (pl)
  • Rum Millet (en)
  • Рум-миллет (ru)
owl:sameAs
prov:wasDerivedFrom
foaf:depiction
foaf:isPrimaryTopicOf
is dbo:nationality of
is dbo:stateOfOrigin of
is dbo:wikiPageRedirects of
is dbo:wikiPageWikiLink of
is dbp:nationality of
is rdfs:seeAlso of
is foaf:primaryTopic of
Powered by OpenLink Virtuoso    This material is Open Knowledge     W3C Semantic Web Technology     This material is Open Knowledge    Valid XHTML + RDFa
This content was extracted from Wikipedia and is licensed under the Creative Commons Attribution-ShareAlike 3.0 Unported License