An Entity of Type: mean of transportation, from Named Graph: http://dbpedia.org, within Data Space: dbpedia.org

In criminal law, intent is a subjective state of mind (mens rea) that must accompany the acts of certain crimes to constitute a violation. A more formal, generally synonymous legal term is scienter: intent or knowledge of wrongdoing.

Property Value
dbo:abstract
  • En dret, el dol és en un sentit genèric la voluntat deliberada de cometre un acte il·lícit essent conscient de la seva il·licitud (anar de mala fe). En els actes jurídics és la voluntat amb malícia d'enganyar algú o d'incomplir les obligacions contretes. En dret penal designa la intenció de cometre una acció típica prohibida per la llei. En dret civil es refereix a l'acte il·lícit executat conscientment i amb la intenció de causar danys a la persona o als seus drets, a l'incompliment deliberat de les obligacions i, finalment, al vici dels actes voluntaris que consisteix en l'engany maliciós d'una de les parts per part de l'altra per tal de viciar-ne la voluntat. (ca)
  • Δόλος στο Δίκαιο ονομάζεται η τέλεση άδικης πράξης με πρόθεση ή τουλάχιστον αποδοχή του κακού που μπορεί να προκληθεί. Έχει εφαρμογή και και σε όλες τις "πολιτικές" περιπτώσεις (πχ. εμπορικό δίκαιο, δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας, εργατικό δίκαιο, Αστικό Δίκαιο και άλλους κλάδους Δικαίου) και στο Ποινικό Δίκαιο (που δεν αποτελείται μόνο από τον Ποινικό Κώδικα). Είναι στοιχείο της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος ή οποιασδήποτε άλλης άδικης πράξης, που λέγεται αδικοπραξία (που δεν είναι έγκλημα) και από την ύπαρξή του εξαρτάται η καταδίκη και η βαρύτητά της. Στην πράξη, αν πρόκειται για ποινικό αδίκημα, από τον δόλο (ή την αμέλεια, σε αντιδιαστολή) εξαρτάται πόσο καιρό θα μπει κάποιος στη φυλακή, κι αν πρόκειται για οποιαδήποτε άλλη αδικοπραξία, πόσα χρήματα θα καταδικαστεί να πληρώσει ως αποζημίωση. Σημ: όποτε υπάρχει ποινικό αδίκημα υπάρχει και αδικοπραξία, επομένως ο δράστης εγκλήματος θα καταδικαστεί στα ποινικά Δικαστήρια σε φυλάκιση ή κάθειρξη (που σημαίνει φυλάκιση πάνω από 5 χρόνια) και θα καταδικαστεί και στα πολιτικά Δικαστήρια σε αποζημίωση. Η πιο γνωστή μορφή αδικοπραξίας προβλέπεται στο άρθρο 914 του Αστικού Κώδικα. Ολόκληρο το δίκαιο περιρρέεται από την υποκειμενική υπόσταση που αλλιώς λέγεται "υπαιτιότητα". Δεν υπάρχει ποινικό αδίκημα (κανένα απολύτως) όταν δεν υπάρχει υπαιτιότητα και δεν υπάρχει γενικά αδικοπραξία χωρίς αυτήν, με εξαίρεση πολύ σπάνιες και ελάχιστες διατάξεις όπου η ευθύνη κάποιου προς αποζημίωση είναι η λεγόμενη "αντικειμενική", που είναι αμελητέες. Υπαιτιότητα σημαίνει ότι κάποιος είναι "υπαίτιος", με απλά λόγια "φταίει". Πριν συνεχίσει η ανάλυση, καλό είναι να αναλύσουμε περισσότερο τι σημαίνει υποκειμενική υπόσταση (δηλαδή υπαιτιότητα), αφού αναφέρεται ήδη στην αρχή. Για να υπάρχει αδίκημα (ποινικό, δηλαδή έγκλημα, ή άλλου είδους αδίκημα που δεν είναι έγκλημα αλλά αδικοπραξία), πρέπει να υπάρχει πάντα 1) η υποκειμενική υπόσταση και 2) η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος. Χωρίς αυτά τα δύο δεν υπάρχει άδικη πράξη. Αντικειμενική υπόσταση είναι τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την άδικη πράξη. Για παράδειγμα, σε περίπτωση εκβίασης, ο νόμος ορίζει ότι αυτή υπάρχει όταν ζητούνται χρήματα (ή οτιδήποτε άλλο που αποτιμάται σε χρήμα, "περιουσιακό όφελος"), επίσης τα χρήματα αυτά να μην τα δικαιούται αυτός που εκβιάζει (παράνομο όφελος), επίσης για να τα πάρει χρησιμοποιεί βία ή απειλή (στην παραπομπή βλ. απόφαση Αρείου Πάγου, η πρώτη παράγραφος τα γράφει όλα). Αν δεν υπάρχει έστω ένα από τα τρία αυτά (πχ. τα χρήματα τα δικαιούται, ή δεν ζητά χρήματα αλλά οτιδήποτε άλλο, ή δεν απειλεί), δεν υπάρχει εκβίαση. Έτσι, ο λεγόμενος "εκβιασμός" (που δεν συμπίπτει με την "εκβίαση" του ποινικού δικαίου) ότι "αν δεν σταματήσει κάποια γυναίκα να ζητά διαζύγιο ο σύζυγος θα τη σκοτώσει", δεν είναι εκβίαση (είναι μόνο απειλή, που για να υπάρχει πρέπει να προκάλεσε φόβο). Η υποκειμενική υπόσταση, υπαιτιότητα, άδικης πράξης αποτελείται από 1) το λεγόμενο "βουλητικό στοιχείο" που σημαίνει τι ήθελε ή δεν ήθελε ο υπαίτιος, αν το ήθελε καν, αν δεν το ήθελε τι έκανε για να το αποτρέψει, κλπ., και 2) το "γνωστικό στοιχείο" που σημαίνει τι γνώριζε, πχ. "ο πυροβολισμός με όπλο μπορεί να σκοτώσει", "η βόμβα σκοτώνει σίγουρα", "τα χρήματα που ζητώ δεν μου οφείλονται". Υπάρχουν δύο μόνο κατηγορίες υπαιτιότητας, ο δόλος και η αμέλεια. Η διαφορά μεταξύ τους είναι 1) τι γνώριζε κάποιος (το "γνωστικό στοιχείο", από τη λέξη "γνωρίζω") και 2) τι ήθελε κάποιος ("βουλητικό στοιχείο", από τη λέξη "βούληση" ή "θέληση"), "τι θέλει να κάνει". Ο δόλος (όπως και η αμέλεια) αποτελείται από αυτά τα δύο στοιχεία, ανεξάρτητα από την άδικη πράξη, το γνωστικό και το βουλητικό που πάντα συνδυάζονται. Υπάρχουν τρία είδη δόλου. Το γνωστικό στοιχείο είναι σχεδόν ίδιο, είτε κάποιος ξέρει ότι θα συμβεί το κακό, είτε κάποιος ξέρει ότι είναι ενδεχόμενο να γίνει το κακό, και το βουλητικό επίσης σχεδόν ίδιο, κάποιος θέλει να κάνει κακό, ή το αποδέχεται αν συμβεί, δηλαδή "αν γίνει το κακό, δεν τον νοιάζει, ας γίνει". Για εύκολη κατανόηση, θα μιλάμε για εγκλήματα, όπως ανθρωποκτονία, μην ξεχνάμε όμως ότι τα παρακάτω εφαρμόζονται σε όλες τις αδικοπραξίες. 1. * Ο άμεσος δόλος πρώτου βαθμού: ο δράστης γνωρίζει ότι θα συμβεί το αποτέλεσμα της πράξης του και θέλει ακριβώς αυτό το αποτέλεσμα (π.χ. σημαδεύει με το όπλο και σκοτώνει κάποιον). Ξέρει ότι με όπλο είναι βέβαιο ότι θα σκοτώσει ή πάντως πολύ πιθανό (γνωστικό στοιχείο) και θέλει να σκοτώσει (βουλητικό στοιχείο, "το θέλει", μάλιστα "αυτό ακριβώς θέλει", κι όχι μόνο αυτό, "το θέλει πάρα πολύ"). Χαρακτηριστικό του «δόλου πρώτου βαθμού» είναι το έντονο βουλητικό στοιχείο, η επιδίωξη. Συγκεκριμένα, επιδιώκει το αποτέλεσμα ακόμα και αν θεωρεί την επέλευση του ως ενδεχόμενη, δηλ. η επιδίωξη υπερκαλύπτει τη βεβαιότητα. 2. * Ο άμεσος δόλος δευτέρου βαθμού (ή αναγκαίος δόλος): ο δράστης γνωρίζει ότι το έγκλημα θα είναι απολύτως βέβαιη συνεπεία μιας άλλης πράξης του την οποία θέλει, και παρ’ όλα αυτά πράττει διότι είναι αναγκαίο για την επίτευξη του άλλου σκοπού του. Π.χ. θέλει να κάψει το σπίτι του για να πάρει τα χρήματα από την ασφαλιστική εταιρεία διότι το έχει ασφαλίσει για φωτιά και ξέρει μετά βεβαιότητας (και όχι ενδεχομένως) ότι θα σκοτωθούν κι άλλοι. Αυτό είναι το γνωστικό στοιχείο, "το γνωρίζει και είναι βέβαιος". Το βουλητικό στοιχείο είναι το εξής: δεν είναι σκοπός του δράστη να σκοτώσει τους άλλους (δεν είναι αυτό που θέλει) αλλά το αποδέχεται πλήρως, δηλαδή "δεν τον νοιάζει, ας σκοτωθούν". Η διαφορά με το πρώτο είδος είναι ότι εδώ υπάρχει βεβαιότητα (όχι πιθανότητα) και ότι δεν υπάρχει επιδίωξη αλλά αποδοχή, όπως ο ίδιος ο νόμος ορίζει (δεν τον νοιάζει). Για τα δύο πρώτα είδη δόλου ο Άρειος Πάγος κρίνει: "Άμεσος δόλος υπάρχει όταν ο δράστης, είτε επιδιώκει ευθέως το εγκληματικό αποτέλεσμα της πράξης (άμεσος δόλος πρώτου βαθμού), είτε δεν το επιδιώκει μεν αμέσως, αλλά το προβλέπει ως αναγκαία συνέπεια της πράξης του και εντούτοις το αποδέχεται (άμεσος δόλος δευτέρου βαθμού)". 3. * Ο ενδεχόμενος δόλος: δεν είναι σκοπός του δράστη ακριβώς αυτό που κάνει, δεν θέλει αυτό, πχ. να σκοτώσει (βουλητικό στοιχείο), αλλά ο δράστης ξέρει (γνωστικό στοιχείο) ότι είναι ενδεχόμενο να σκοτώσει (δεν είναι βέβαιος) και το αποδέχεται, με την έννοια ότι δεν τον νοιάζει. Σύμφωνα με την απόφαση 1496/2018 του Αρείου Πάγου, "Ειδικότερα, επί ενδεχόμενου δόλου, ο υπαίτιος δεν θέλει μεν ούτε επιδιώκει το εγκληματικό αποτέλεσμα, το προβλέπει, όμως, ως ενδεχόμενη συνέπεια της ενέργειας ή παραλείψεώς του και το αποδέχεται. Απαιτείται, δηλαδή, πρόβλεψη του εγκληματικού αποτελέσματος και αποδοχή του" (γνωστικό στοιχείο η πρόβλεψη, βουλητικό στοιχείο η αποδοχή). Ειδικότερα επί της αποδοχής, ο Άρειος Πάγος κρίνει: "Για τον προσδιορισμό της εννοίας της αποδοχής του εγκληματικού αποτελέσματος εκ μέρους του δράστη, του βουλητικού, δηλαδή, στοιχείου του ενδεχομένου δόλου, η επιστήμη, αλλά και η νομολογία δεν ανατρέχουν στους χώρους του συναισθηματικού, αλλά στο γνωσιολογικό στοιχείο, το οποίο ενεργεί συμπληρωματικά. Προσφέρει, δηλαδή, κατάλληλες ενδείξεις για τη βουλητική στάση του δράστη, προσδίδοντας σ' αυτή το ακριβές περιεχόμενό της. Έτσι, "αποδέχομαι" τον κίνδυνο επελεύσεως του αποτελέσματος σημαίνει ότι σταθμίζω τα υπέρ και τα κατά με βάση τα δεδομένα στοιχεία και αποφασίζω να προβώ στην πράξη, για το λόγο ότι αυτό είναι σημαντικότερο από το φόβο μήπως επέλθει τελικώς το αποτέλεσμα". Επίσης, όσον αφορά την αποδοχή, ο Άρειος Πάγος εξηγεί καλύτερα: "μια πράξη που τελείται με ενδεχόμενο δόλο προϋποθέτει ότι ο δράστης διαβλέπει ως δυνατή και όχι εντελώς απομακρυσμένη την επέλευση του εγκληματικού αποτελέσματος, περαιτέρω δε ότι την επιδοκιμάζει ή ότι συμβιβάζεται χάριν του επιδιωκόμενου σκοπού του". Στο ίδιο ως άνω παράδειγμα, σκοπός του είναι να κάψει το σπίτι του για να πάρει τα χρήματα από την ασφαλιστική εταιρεία. Μέσα στο σπίτι μένει συνεχώς η πολύ μεγάλη σε ηλικία γιαγιά του. Αυτό που γνωρίζει είναι ότι η γιαγιά του ενδεχομένως καταφέρει να βγει αλλά ίσως δεν καταφέρει να βγει και τότε θα πεθάνει. Εδώ το γνωστικό στοιχείο είναι αυτό ακριβώς, ότι ξέρει ότι είναι ενδεχόμενο, και αυτή ακριβώς είναι η διαφορά με άλλα είδη δόλου. Αποδεχόμενος την ανθρωποκτονία, βάζει τη φωτιά και η γιαγιά πεθαίνει. 4. * Όταν κάποιος "ελπίζει" να μην επέλθει το αποτέλεσμα και πράττει, πάλι υπάρχει ενδεχόμενος δόλος. Σύμφωνα με τον Άρειο Πάγο, «Η "ελπίδα" και κατά μείζονα λόγο η απλή ευχή ή επιθυμία του δράστη να μην επέλθει το προβλεπόμενο από αυτόν ως ενδεχόμενο εγκληματικό αποτέλεσμα, εντάσσονται στο πεδίο του ενδεχόμενου δόλου και όχι στο πεδίο της συγγενούς προς αυτόν εννοίας της "ενσυνείδητης αμέλειας", για τη συνδρομή της οποίας απαιτείται όχι ελπίδα, αλλά πίστη περί μη επελεύσεως του εγκληματικού αποτελέσματος». Όταν δεν υπάρχει ενδεχόμενος δόλος, υπάρχει (ενδεχομένως) αμέλεια. Αν ο δράστης γνώριζε ότι με την πράξη του είναι ενδεχόμενο να επέλθει το συγκεκριμένο αποτέλεσμα, αλλά ούτε το ήθελε ούτε πίστευε ότι θα επέλθει (δεν ήλπιζε, το πίστευε) υπάρχει αμέλεια, που στην περίπτωση αυτή λέγεται ενσυνείδητη. Αμέλεια σημαίνει ουσιαστικά "απροσεξία", ο δράστης δεν έδειξε τη δέουσα σύνεση που όφειλε να έχει. Ασυνείδητη αμέλεια υπάρχει όταν κάποιος δεν ήξερε ότι μπορεί να επέλθει το ζημιογόνο αποτέλεσμα, όφειλε όμως να γνωρίζει. (el)
  • Vorsatz (dolus) bezeichnet im Strafrecht den Willen zur Tatbestandsverwirklichung in Kenntnis aller objektiven Tatumstände einschließlich der Kausalitätsbeziehungen. Die Rechtsprechung spricht vom Wissen und Wollen der Verwirklichung eines Straftatbestands. Bei Vorsatzdelikten stellt der Vorsatz den wesentlichen Teil des subjektiven Tatbestands dar, weitgehend deckungsgleich mit dem Tatentschluss. Umgangssprachlich bedeutet Vorsatz auch „(feste) Absicht beziehungsweise Entschluss“; also etwas, was sich jemand bewusst vorgenommen hat. (de)
  • Doloa delitu bat edo zigorra merezi duen ekintza bat egitearen ezagutza eta borondatea da. Doloa, beraz, bi elementuz osatuta egongo litzateke: bata, ezagutza elementua, eta, bestea, borondatea, delitua egitearen borondatea. Zuzenbide zibilean, berriz, kontratu-adostasunaren akatsa: kontratugile batek, hitz edo azpijokoen bidez, beste kontratugilea bultzatzen du kontratua egitera; hitz edo azpijokorik izan ez balitz, kontratugileak ez zukeen kontratu hori egingo (Espainiako Kode Zibileko 1269. artikulua). Hitzak latinezko jatorria du: «dolus» hitz klasikoa latin arruntez «dolo» bilakatu zen. Manuel Larramendik, "dolo" ordezteko, bere hiztegian atzipe nafar-lapurtar hitza –"engainu" esan nahi duena, eta "atzipetu" aditzaren erro dena– erabili zuen, eta Euskaltzaindiaren Hiztegiak ere jasotzen du. (eu)
  • In criminal law, intent is a subjective state of mind (mens rea) that must accompany the acts of certain crimes to constitute a violation. A more formal, generally synonymous legal term is scienter: intent or knowledge of wrongdoing. (en)
  • En derecho, el dolo (variante en latín vulgar de la palabra clásica dolus) es la voluntad deliberada de cometer un delito a sabiendas de su ilicitud . En los actos jurídicos, el dolo implica la voluntad maliciosa (independientemente de si existiesen también premeditación y/o alevosía, que serían, en su caso, agravantes) de engañar a alguien o de incumplir una obligación contraída.​ En el derecho el término dolo se usa con significados diferentes. En derecho penal, el dolo significa la intención de cometer la acción típica prohibida por Ley. En derecho civil se refiere a la característica esencial del ilícito civil, en el incumplimiento de las obligaciones designa la deliberada inejecución por parte del deudor y, por último, es un vicio de los actos voluntarios. (es)
  • 고의(故意)는 에서 타인의 권리를 침해하는 줄 알면서도 일부러 하는 생각이나 태도를 말하며 고의범의 구성요건요소 가운데 주관적 요소의 하나이다. 고의에 관한 형법총칙의 규정은 "죄의 성립요소인 사실을 인식하지 못한 행위는 벌하지 아니한다. 단 법률에 특별한 규정이 있는 경우에는 예외로 한다"라고 되어 있다. 고의 외에 또 다른 주관적 요소인 '과실'에 관한 형법총칙의 규정은 "정상의 주의를 태만함으로 인하여 죄의 성립요소인 사실을 인식하지 못한 행위라도 법률에 특별한 규정이 있는 경우에 한하여 처벌한다."로 되어 있다. 이 두 규정을 체계적으로 해석하면, 과실범은 '죄의 성립요소인 사실에 대한 인식이 없는' 경우로서 예외적으로 과실을 구성요건요소로 명시하고 있는 범죄유형을 말하고, 과실범을 제외한 각칙의 모든 범죄종류 즉 행위자의 주관적 태도로서 고의를 명시적으로 규정하고 있지 않은 범죄들은 고의를 당해 범죄의 구성요건요소로 요구하는 고의범으로 해석한다. 따라서 살인죄의 구성요건은 "사람을 살해한 자"라고만 되어 있어 '고의'를 명시적으로 규정하고 있지 않지만 고의가 주관적 구성요건요소인 고의범으로 분류한다. 특정인이 고의로 일반인에게 금전으로 유혹한 뒤 그 유혹에 빠지게 하여 약물을 투입하고, 성매매와 인신매매를 알선하는 등등 그 특정인은 법망에서 빠져나와 유혹에 넘어간 일반인을 범인으로 지목되게 고의적 피해를 주는 행위 (ko)
  • Opzet is de meest volledige wilsvorming die achter een menselijke gedraging steekt. Wie een gedraging opzettelijk verricht, wil de gedraging met alle gevolgen die erbij horen, en weet de volledige impact van de gedraging. Opzet is dus willens en wetens. Men kan ook wel spreken van bedoeling, het tegenovergestelde is dan per ongeluk. Opzet kan zowel voor goede als slechte zaken worden gebruikt. In rechtszaken gaat het vooral over opzet achter de uitvoering van strafbare daden. In juridisch taalgebruik gebruikt men ook de Latijnse term dolus. (nl)
  • 故意(こい)とは、一般的にはある行為が意図的なものであることを指し、法律上は他人の権利や法益を侵害する結果を発生させることを認識しながら、それを容認して行為することをいう。 (ja)
  • Il dolo, nell'ordinamento giuridico italiano, indica generalmente la volontà cosciente di una persona, estricantesi in una modalità di condotta, caratterizzata dall'arrecare danno altrui. (it)
  • O dolo (do termo latino dolus, "artifício") é um instituto jurídico consistente na ação ou omissão consciente e volitiva a fim de causar dano. (pt)
  • У́мысел — одна из форм вины, противопоставляемая неосторожности. В административном праве, а также в уголовном законодательстве некоторых стран, виновным может быть признано даже юридическое лицо. В уголовном праве умышленная форма вины предполагает осознание виновным сущности совершаемого деяния, предвидение его последствий и наличие воли, направленной к его совершению. Умышленная форма вины наиболее распространена в законе и на практике (до 90 % деяний). В уголовном праве в зависимости от особенностей психического содержания выделяют прямой и косвенный умысел. (ru)
  • Zamiar (łac. dolus) – w prawie karnym materialnym element ; synonim winy umyślnej, tj. świadomego ukierunkowania na osiągnięcie stanu rzeczy określonego w typie czynu zabronionego. W polskim prawie sam zamiar popełnienia przestępstwa nie jest karalny, jednak obecność zamiaru decyduje o uznaniu przestępstwa za umyślne lub nieumyślne (art. 9 k.k.), co może mieć wpływ na wysokość kary. Wyróżnia się zamiar bezpośredni, zamiar ewentualny i . (pl)
  • Uppsåt har man när man företar en handling där följden av handlingen innefattas i handlarens sinne, dvs att denne är medveten om följden. Uppsåt blev brett spritt genom den romerska rättens utbredning i Europa tillsammans med kristendomen. Det var den kristna tanken om att en skyldig handling, actus reus, för att vara värd straff måste följas av ett skyldigt sinne, mens rea, som låg bakom att uppsåtstanken spreds. Uppsåt används som ett begrepp inom juridiken: att uppsåtligen orsaka något betraktas som mer straffvärt än att uppnå följden av oaktsamhet eller på grund av en olyckshändelse (våda). Inom juridiken används även det latinska ordet dolus för uppsåt. (sv)
  • 故意(英語:intention,德語:Vorsatz,拉丁語:dolus)在法学中代表人的一种精神狀態。刑法和民法对故意有着略为不同的界定。其情節比過失重 (zh)
  • Умисел — вид вини. Відповідно до ч.2 ст.24 КК України злочин визнається вчиненим умисно, коли особа, яка його вчинила, усвідомлювала суспільно небезпечний характер своєї дії або бездіяльності, передбачала її суспільно небезпечні наслідки і бажала їх або свідомо припускала настання цих наслідків. Дві характерні ознаки умислу: інтелектуальна і вольова. Інтелектуальна: 1. * усвідомлення особою суспільно небезпечного характеру своєї дії чи бездіяльності; 2. * передбачення її суспільно небезпечних наслідків. Вольова ознака: наявність у суб‘єкта бажання настання суспільно небезпечних наслідків від вчиненого ним діяння чи свідоме їх допущення. Залежно від поєднання у свідомості злочинця інтелектуальної і вольової ознак умисел буває і непрямий (евентуальний). Різновиди умислу: визначений (бажання досягти конкретного злочинного наслідку), невизначений (винний передбачає суспільно небезпечні наслідки лише у загальних рисах), альтернативний (особа передбачає і бажає настання одного з кількох можливих злочинних наслідків). Із урахуванням емоційної сторони вчиненого злочину і часу формування умислу: заздалегідь обдуманий; такий, що виник раптово, та афектований. Заздалегідь обдуманий: 1. * виникає у винного ще до початки вчинення злочину; 2. * найважливіші дії і умови, які будуть мати значення для успішного здійснення злочинного наміру, обдумуються завчасно. Умисел, що виник раптово формується безпосередньо перед самим початком вчинення злочину, тобто винний здійснює свій злочинний намір одразу ж після його виникнення. Афектований умисел виникає у процесі сильного душевного хвилювання (афекту) раптово, під впливом тих чи інших обставин, найчастіше внаслідок протизаконного насильства з боку потерпілого. Вчинення злочину під впливом сильного душевного хвилювання (п.4 ст.40 ККУ), викликаного неправомірними діями потерпілого, є обставиною, що пом‘якшує відповідальність, а у деяких випадках — обов‘язковою ознакою так званого привілейованого складу злочину (ст.95, 103 КК України). (uk)
dbo:wikiPageID
  • 3347504 (xsd:integer)
dbo:wikiPageLength
  • 16340 (xsd:nonNegativeInteger)
dbo:wikiPageRevisionID
  • 1106605608 (xsd:integer)
dbo:wikiPageWikiLink
dbp:date
  • January 2021 (en)
dbp:reason
  • where? according to whom?? (en)
  • which jurisdiction? (en)
dbp:wikiPageUsesTemplate
dcterms:subject
gold:hypernym
rdf:type
rdfs:comment
  • Vorsatz (dolus) bezeichnet im Strafrecht den Willen zur Tatbestandsverwirklichung in Kenntnis aller objektiven Tatumstände einschließlich der Kausalitätsbeziehungen. Die Rechtsprechung spricht vom Wissen und Wollen der Verwirklichung eines Straftatbestands. Bei Vorsatzdelikten stellt der Vorsatz den wesentlichen Teil des subjektiven Tatbestands dar, weitgehend deckungsgleich mit dem Tatentschluss. Umgangssprachlich bedeutet Vorsatz auch „(feste) Absicht beziehungsweise Entschluss“; also etwas, was sich jemand bewusst vorgenommen hat. (de)
  • In criminal law, intent is a subjective state of mind (mens rea) that must accompany the acts of certain crimes to constitute a violation. A more formal, generally synonymous legal term is scienter: intent or knowledge of wrongdoing. (en)
  • Opzet is de meest volledige wilsvorming die achter een menselijke gedraging steekt. Wie een gedraging opzettelijk verricht, wil de gedraging met alle gevolgen die erbij horen, en weet de volledige impact van de gedraging. Opzet is dus willens en wetens. Men kan ook wel spreken van bedoeling, het tegenovergestelde is dan per ongeluk. Opzet kan zowel voor goede als slechte zaken worden gebruikt. In rechtszaken gaat het vooral over opzet achter de uitvoering van strafbare daden. In juridisch taalgebruik gebruikt men ook de Latijnse term dolus. (nl)
  • 故意(こい)とは、一般的にはある行為が意図的なものであることを指し、法律上は他人の権利や法益を侵害する結果を発生させることを認識しながら、それを容認して行為することをいう。 (ja)
  • Il dolo, nell'ordinamento giuridico italiano, indica generalmente la volontà cosciente di una persona, estricantesi in una modalità di condotta, caratterizzata dall'arrecare danno altrui. (it)
  • O dolo (do termo latino dolus, "artifício") é um instituto jurídico consistente na ação ou omissão consciente e volitiva a fim de causar dano. (pt)
  • У́мысел — одна из форм вины, противопоставляемая неосторожности. В административном праве, а также в уголовном законодательстве некоторых стран, виновным может быть признано даже юридическое лицо. В уголовном праве умышленная форма вины предполагает осознание виновным сущности совершаемого деяния, предвидение его последствий и наличие воли, направленной к его совершению. Умышленная форма вины наиболее распространена в законе и на практике (до 90 % деяний). В уголовном праве в зависимости от особенностей психического содержания выделяют прямой и косвенный умысел. (ru)
  • Zamiar (łac. dolus) – w prawie karnym materialnym element ; synonim winy umyślnej, tj. świadomego ukierunkowania na osiągnięcie stanu rzeczy określonego w typie czynu zabronionego. W polskim prawie sam zamiar popełnienia przestępstwa nie jest karalny, jednak obecność zamiaru decyduje o uznaniu przestępstwa za umyślne lub nieumyślne (art. 9 k.k.), co może mieć wpływ na wysokość kary. Wyróżnia się zamiar bezpośredni, zamiar ewentualny i . (pl)
  • Uppsåt har man när man företar en handling där följden av handlingen innefattas i handlarens sinne, dvs att denne är medveten om följden. Uppsåt blev brett spritt genom den romerska rättens utbredning i Europa tillsammans med kristendomen. Det var den kristna tanken om att en skyldig handling, actus reus, för att vara värd straff måste följas av ett skyldigt sinne, mens rea, som låg bakom att uppsåtstanken spreds. Uppsåt används som ett begrepp inom juridiken: att uppsåtligen orsaka något betraktas som mer straffvärt än att uppnå följden av oaktsamhet eller på grund av en olyckshändelse (våda). Inom juridiken används även det latinska ordet dolus för uppsåt. (sv)
  • 故意(英語:intention,德語:Vorsatz,拉丁語:dolus)在法学中代表人的一种精神狀態。刑法和民法对故意有着略为不同的界定。其情節比過失重 (zh)
  • En dret, el dol és en un sentit genèric la voluntat deliberada de cometre un acte il·lícit essent conscient de la seva il·licitud (anar de mala fe). En els actes jurídics és la voluntat amb malícia d'enganyar algú o d'incomplir les obligacions contretes. (ca)
  • Δόλος στο Δίκαιο ονομάζεται η τέλεση άδικης πράξης με πρόθεση ή τουλάχιστον αποδοχή του κακού που μπορεί να προκληθεί. Έχει εφαρμογή και και σε όλες τις "πολιτικές" περιπτώσεις (πχ. εμπορικό δίκαιο, δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας, εργατικό δίκαιο, Αστικό Δίκαιο και άλλους κλάδους Δικαίου) και στο Ποινικό Δίκαιο (που δεν αποτελείται μόνο από τον Ποινικό Κώδικα). Είναι στοιχείο της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος ή οποιασδήποτε άλλης άδικης πράξης, που λέγεται αδικοπραξία (που δεν είναι έγκλημα) και από την ύπαρξή του εξαρτάται η καταδίκη και η βαρύτητά της. Στην πράξη, αν πρόκειται για ποινικό αδίκημα, από τον δόλο (ή την αμέλεια, σε αντιδιαστολή) εξαρτάται πόσο καιρό θα μπει κάποιος στη φυλακή, κι αν πρόκειται για οποιαδήποτε άλλη αδικοπραξία, πόσα χρήματα θα καταδικαστεί να πληρώσε (el)
  • Doloa delitu bat edo zigorra merezi duen ekintza bat egitearen ezagutza eta borondatea da. Doloa, beraz, bi elementuz osatuta egongo litzateke: bata, ezagutza elementua, eta, bestea, borondatea, delitua egitearen borondatea. Zuzenbide zibilean, berriz, kontratu-adostasunaren akatsa: kontratugile batek, hitz edo azpijokoen bidez, beste kontratugilea bultzatzen du kontratua egitera; hitz edo azpijokorik izan ez balitz, kontratugileak ez zukeen kontratu hori egingo (Espainiako Kode Zibileko 1269. artikulua). (eu)
  • En derecho, el dolo (variante en latín vulgar de la palabra clásica dolus) es la voluntad deliberada de cometer un delito a sabiendas de su ilicitud . En los actos jurídicos, el dolo implica la voluntad maliciosa (independientemente de si existiesen también premeditación y/o alevosía, que serían, en su caso, agravantes) de engañar a alguien o de incumplir una obligación contraída.​ (es)
  • 고의(故意)는 에서 타인의 권리를 침해하는 줄 알면서도 일부러 하는 생각이나 태도를 말하며 고의범의 구성요건요소 가운데 주관적 요소의 하나이다. 고의에 관한 형법총칙의 규정은 "죄의 성립요소인 사실을 인식하지 못한 행위는 벌하지 아니한다. 단 법률에 특별한 규정이 있는 경우에는 예외로 한다"라고 되어 있다. 고의 외에 또 다른 주관적 요소인 '과실'에 관한 형법총칙의 규정은 "정상의 주의를 태만함으로 인하여 죄의 성립요소인 사실을 인식하지 못한 행위라도 법률에 특별한 규정이 있는 경우에 한하여 처벌한다."로 되어 있다. 이 두 규정을 체계적으로 해석하면, 과실범은 '죄의 성립요소인 사실에 대한 인식이 없는' 경우로서 예외적으로 과실을 구성요건요소로 명시하고 있는 범죄유형을 말하고, 과실범을 제외한 각칙의 모든 범죄종류 즉 행위자의 주관적 태도로서 고의를 명시적으로 규정하고 있지 않은 범죄들은 고의를 당해 범죄의 구성요건요소로 요구하는 고의범으로 해석한다. 따라서 살인죄의 구성요건은 "사람을 살해한 자"라고만 되어 있어 '고의'를 명시적으로 규정하고 있지 않지만 고의가 주관적 구성요건요소인 고의범으로 분류한다. (ko)
  • Умисел — вид вини. Відповідно до ч.2 ст.24 КК України злочин визнається вчиненим умисно, коли особа, яка його вчинила, усвідомлювала суспільно небезпечний характер своєї дії або бездіяльності, передбачала її суспільно небезпечні наслідки і бажала їх або свідомо припускала настання цих наслідків. Дві характерні ознаки умислу: інтелектуальна і вольова. Інтелектуальна: 1. * усвідомлення особою суспільно небезпечного характеру своєї дії чи бездіяльності; 2. * передбачення її суспільно небезпечних наслідків. Заздалегідь обдуманий: (uk)
rdfs:label
  • Dol (dret) (ca)
  • Vorsatz (Recht) (de)
  • Δόλος (el)
  • Dolo (es)
  • Dolo (zuzenbidea) (eu)
  • Intention (criminal law) (en)
  • Dolo (it)
  • 故意 (ja)
  • 고의 (ko)
  • Opzet (nl)
  • Zamiar (pl)
  • Умысел (ru)
  • Dolo (pt)
  • Uppsåt (sv)
  • 故意 (zh)
  • Умисел (uk)
owl:sameAs
prov:wasDerivedFrom
foaf:isPrimaryTopicOf
is dbo:wikiPageDisambiguates of
is dbo:wikiPageRedirects of
is dbo:wikiPageWikiLink of
is dbp:keywords of
is foaf:primaryTopic of
Powered by OpenLink Virtuoso    This material is Open Knowledge     W3C Semantic Web Technology     This material is Open Knowledge    Valid XHTML + RDFa
This content was extracted from Wikipedia and is licensed under the Creative Commons Attribution-ShareAlike 3.0 Unported License