dbo:abstract
|
- Als Pfote werden die Hände beziehungsweise Füße bei Tieren, insbesondere die in Zehen gespaltenen Enden der Extremitäten bei landlebenden Säugetieren bezeichnet. Abwertend wird der Begriff auch für die menschliche Hand oder den menschlichen Fuß verwendet (etwas „in den Pfoten haben“, „auf die Pfoten klopfen“). Bei Raubtieren sind auch Bezeichnungen wie Tatze, Pratze oder Pranke üblich. Die Redensart „sich auf seine Hinterpfoten stellen“ bedeutet, seine Bemühungen zur Erledigung einer Sache zu intensivieren.
* Vorderpfote einer Katze
* Hundepfote, ruhend auf hartem Untergrund.
* Eine Tigerpranke, mit sichtbaren Ballen.
* Eine Hintertatze eines Eisbären. (de)
- Η πατούσα χαρακτηρίζεται από λεπτή, χρωματισμένη, κερατινοποιημένη, χωρίς τρίχες επιδερμίδα που καλύπτει υποδόρια κολλαγόνο και λιπώδη ιστό, που αποτελούν τα μαξιλαράκια της πατούσας. Αυτά τα μαξιλαράκια λειτουργούν ως μαξιλάρι για τα φέροντα άκρα του ζώου. Η πατούσα αποτελείται από το μεγάλο, σε σχήμα καρδιάς μετακαρπικό ή παλαμικό μαξιλαράκι ή μετατάρσιο ή πελματιαίο μαξιλαράκι και γενικά φέρει τέσσερα δάκτυλα, αν και μπορεί να υπάρχουν πέντε ή έξι δάκτυλα στην περίπτωση των κατοικίδιων γατών και αρκούδων (συμπεριλαμβανομένου του γιγαντιαίου πάντα). Καρπώδες μαξιλαράκι βρίσκεται επίσης στο εμπρόσθιο άκρο που χρησιμοποιείται για πρόσθετη έλξη όταν σταματά ή κατεβαίνει μια πλαγιά σε είδη που περπατάνε με τα δάκτυλά τους. Επιπρόσθετα αντίχειρες μπορούν επίσης να υπάρχουν. Η πατούσα περιλαμβάνει επίσης ένα νύχι σε σχήμα κέρατος σε κάθε δάκτυλο. Αν και συνήθως χωρίς τρίχες, ορισμένα ζώα έχουν γούνα στα πέλματα των πατουσών τους. Ένα παράδειγμα είναι το κόκκινο πάντα, των οποίων τα γούνινα πέλματα βοηθούν στην απομόνωσή τους στο χιονισμένο τους περιβάλλον. (el)
- En zoologie, la patte, du latin ''pattus'' ou du bas francique *patta, désigne généralement un membre locomoteur. (fr)
- Cos ainmhí, a bhfuil ingne air, is ea lapa. (ga)
- (For other uses, see Paw (disambiguation).) A paw is the soft foot-like part of a mammal, generally a quadruped, that has claws. (en)
- 肉球(にくきゅう、pad)とは、主にネコ目(食肉目)の動物の足裏部に見られる、盛り上がった無毛の部分の名称。 正式には蹠球(しょきゅう)と言うが、肉球の一部を指す「掌球」との混同を避ける目的もあり一般的に肉球と俗称される。 (ja)
- Na linguagem vulgar, chamam-se patas aos membros ou apêndices usados na locomoção dos animais. (pt)
- Лапа — ступня либо вся конечность у некоторых млекопитающих. Лапа, в противоположность копыту, является, в основном, мягким окончанием конечности. Передние и задние лапы соответствуют рукам и ногам, соответственно, у высших приматов и людей. Основное предназначение лап — передвижение. (ru)
- Łapa – część kończyny zwierzęcia, miękka stopa ssaka, zazwyczaj czworonoga, na której są pazury. (pl)
- En tass är den mjuka foten hos vissa däggdjur, i allmänhet fyrfota, som har klor eller naglar. En hårdare fot kallas hov eller klöv. Ordet kan även avse takskägget på en byggnad. (sv)
- Лапа — кінцівка наземного хребетного (Tetrapoda), переважно у розумінні наземних ссавців (тобто не крила, не плавці чи ласти). Звичайно розуміється тільки дистальна (крайова) частина кінцівки. На нижньому боці лапи розташовані мозолі (англ. pads), або , у тому числі підпальцеві, п'ясткова, а у деяких тварин з окремими редукованими пальцями також бічні мозолі, зокрема характерна для псів культя першого пальця, озброєна рудиментарним кігтем.
* псова лапа
* тигрова лапа
* скелет псової лапи
* скелет псової лапи (uk)
- 肉垫是食肉目動物腳掌中心部無毛的部分,在狩獵的時候可以充當腳墊有減少腳步聲利於潛行的功用。 (zh)
|
rdfs:comment
|
- En zoologie, la patte, du latin ''pattus'' ou du bas francique *patta, désigne généralement un membre locomoteur. (fr)
- Cos ainmhí, a bhfuil ingne air, is ea lapa. (ga)
- (For other uses, see Paw (disambiguation).) A paw is the soft foot-like part of a mammal, generally a quadruped, that has claws. (en)
- 肉球(にくきゅう、pad)とは、主にネコ目(食肉目)の動物の足裏部に見られる、盛り上がった無毛の部分の名称。 正式には蹠球(しょきゅう)と言うが、肉球の一部を指す「掌球」との混同を避ける目的もあり一般的に肉球と俗称される。 (ja)
- Na linguagem vulgar, chamam-se patas aos membros ou apêndices usados na locomoção dos animais. (pt)
- Лапа — ступня либо вся конечность у некоторых млекопитающих. Лапа, в противоположность копыту, является, в основном, мягким окончанием конечности. Передние и задние лапы соответствуют рукам и ногам, соответственно, у высших приматов и людей. Основное предназначение лап — передвижение. (ru)
- Łapa – część kończyny zwierzęcia, miękka stopa ssaka, zazwyczaj czworonoga, na której są pazury. (pl)
- En tass är den mjuka foten hos vissa däggdjur, i allmänhet fyrfota, som har klor eller naglar. En hårdare fot kallas hov eller klöv. Ordet kan även avse takskägget på en byggnad. (sv)
- Лапа — кінцівка наземного хребетного (Tetrapoda), переважно у розумінні наземних ссавців (тобто не крила, не плавці чи ласти). Звичайно розуміється тільки дистальна (крайова) частина кінцівки. На нижньому боці лапи розташовані мозолі (англ. pads), або , у тому числі підпальцеві, п'ясткова, а у деяких тварин з окремими редукованими пальцями також бічні мозолі, зокрема характерна для псів культя першого пальця, озброєна рудиментарним кігтем.
* псова лапа
* тигрова лапа
* скелет псової лапи
* скелет псової лапи (uk)
- 肉垫是食肉目動物腳掌中心部無毛的部分,在狩獵的時候可以充當腳墊有減少腳步聲利於潛行的功用。 (zh)
- Η πατούσα χαρακτηρίζεται από λεπτή, χρωματισμένη, κερατινοποιημένη, χωρίς τρίχες επιδερμίδα που καλύπτει υποδόρια κολλαγόνο και λιπώδη ιστό, που αποτελούν τα μαξιλαράκια της πατούσας. Αυτά τα μαξιλαράκια λειτουργούν ως μαξιλάρι για τα φέροντα άκρα του ζώου. Η πατούσα αποτελείται από το μεγάλο, σε σχήμα καρδιάς μετακαρπικό ή παλαμικό μαξιλαράκι ή μετατάρσιο ή πελματιαίο μαξιλαράκι και γενικά φέρει τέσσερα δάκτυλα, αν και μπορεί να υπάρχουν πέντε ή έξι δάκτυλα στην περίπτωση των κατοικίδιων γατών και αρκούδων (συμπεριλαμβανομένου του γιγαντιαίου πάντα). Καρπώδες μαξιλαράκι βρίσκεται επίσης στο εμπρόσθιο άκρο που χρησιμοποιείται για πρόσθετη έλξη όταν σταματά ή κατεβαίνει μια πλαγιά σε είδη που περπατάνε με τα δάκτυλά τους. Επιπρόσθετα αντίχειρες μπορούν επίσης να υπάρχουν. (el)
- Als Pfote werden die Hände beziehungsweise Füße bei Tieren, insbesondere die in Zehen gespaltenen Enden der Extremitäten bei landlebenden Säugetieren bezeichnet. Abwertend wird der Begriff auch für die menschliche Hand oder den menschlichen Fuß verwendet (etwas „in den Pfoten haben“, „auf die Pfoten klopfen“). Bei Raubtieren sind auch Bezeichnungen wie Tatze, Pratze oder Pranke üblich. Die Redensart „sich auf seine Hinterpfoten stellen“ bedeutet, seine Bemühungen zur Erledigung einer Sache zu intensivieren.
* Vorderpfote einer Katze
* Hundepfote, ruhend auf hartem Untergrund.
*
* (de)
|