About: Voidable

An Entity of Type: work, from Named Graph: http://dbpedia.org, within Data Space: dbpedia.org

Voidable, in law, is a transaction or action that is valid but may be annulled by one of the parties to the transaction. Voidable is usually used in distinction to void ab initio (or void from the outset) and unenforceable.

Property Value
dbo:abstract
  • قابل للإبطال ، يعتبره القانون أنه عملية أو إجراءًا صحيحًا ولكن يمكن إلغاؤه أو أبطاله من قبل أحد أطراف العملية في وقتٍ لاحِق، لسببٍ من الأسباب، كأن يتوضَّح بأن العقد وُقِّع من شخصٍ قاصِر أو عديم الأهلية بعد إبرامه، أو انطِواء العقد على الغِشّ والاحتِيال. عادة ما يتم استخدام Voidable للتمييز الإبطال (أو باطل من البداية) وغير قابل للتنفيذ. (ar)
  • Ως νομικός όρος η καταγγελία σημαίνει τη μονομερή απευθυντέα δήλωση βούλησης, με την οποία τερματίζεται μια διαρκής έννομη σχέση, όπως συμβαίνει σε συμφωνία ή σύμβαση (π.χ. , σύμβαση μίσθωσης). Με την καταγγελία επέρχεται λήξη της σύμβασης από το σημείο εκείνο και η καταγγελία επενεργεί για το μέλλον, δεν επηρεάζεται το κύρος της σύμβασης μέχρι τότε. Η καταγγελία διακρίνεται έτσι από την , η οποία ανατρέχει στο παρελθόν και καθιστά τη σύμβαση εξ υπαρχής μη γενόμενη. Η καταγγελία διακρίνεται σε τακτική και έκτακτη. Τακτική είναι η καταγγελία που γίνεται με την τήρηση ορισμένης προθεσμίας και συνήθως δε χρειάζεται ιδιαίτερο λόγο (αιτιολογία). Έκτακτη είναι η καταγγελία που γίνεται χωρίς την τήρηση προθεσμίας (ενεργεί άμεσα) και συνήθως επιτρέπεται μόνο για σπουδαίο λόγο. Οι προϋποθέσεις και ο τύπος (π.χ. έγγραφο) της καταγγελίας ορίζονται είτε στο νόμο είτε στην ίδια τη σύμβαση μεταξύ των μερών. Για να ισχύσει, θα πρέπει να περιέλθει στον αντισυμβαλλόμενο (απευθυντέα), είτε δικαστικά, είτε εξώδικα. Ο όρος χρησιμοποιείται με το ίδιο περιεχόμενο και στο Διεθνές Δίκαιο ως «καταγγελία συνθήκης» και σημαίνει τη δήλωση Πολιτείας προς άλλη (ή άλλες) περί αποδέσμευσή της από τις απορρέουσες υποχρεώσεις της εκ της μεταξύ τους επί συγκεκριμένης συνθήκης Στην καθημερινή γλώσσα καταγγελία σημαίνει η ανακοίνωση αξιόποινης πράξης στις Αρχές, (δικαστικές, αστυνομικές κ.λπ.), ή και προς το κοινό δια ζώσης φωνής, ή μέσω του τύπου, ή ραδιοφωνικών σταθμών, κάτι που στα νομικά ονομάζεται ανακοίνωση, αναφορά, όταν είναι συνηθέστερα προφορική και έγκληση, ή μήνυση ανάλογα με την περίπτωση που είναι συνηθέστερα γραπτή. (el)
  • Der Rechtsbegriff Anfechtung bezeichnet die nachträgliche einseitige Beseitigung von Rechtsfolgen durch einen Betroffenen. Sie ist aus Gründen der Rechtssicherheit nicht beliebig statthaft und nur unter bestimmten Voraussetzungen, insbesondere bei Einhaltung von Fristen, zulässig. Ob die Rechtsfolgen nur für die Zukunft („ex nunc“) oder auch für die Vergangenheit („ex tunc“) beseitigt werden, hängt von der jeweiligen Regelung ab. (de)
  • Voidable, in law, is a transaction or action that is valid but may be annulled by one of the parties to the transaction. Voidable is usually used in distinction to void ab initio (or void from the outset) and unenforceable. (en)
  • ( 취소(臭素)에 대해서는 브로민 문서를 참고하십시오.) 취소(取消)란, 하자(瑕疵)있는 의사표시 또는 법률행위의 효력을 표의자 기타의 특정인이 소멸시키는 것을 말한다. 매매계약을 체결한 후 사기 또는 무능력을 이유로 매매를 취소하고 그 효력을 잃게 하는 것이 그 예이다. 취소할 수 있는 행위는 취소가 있을 때까지는 모든 사람은 그 행위를 효력이 있는 것으로서 취급하고 취소권자가 취소권을 포기하거나 또는 취소권이 소멸하면 그 행위는 효력을 상실하지 않는 것으로 확정하는 것이다. 이러한 점은 취소와 무효를 구별하는 뚜렷한 점이다. 취소를 할 수 있는 자는 제한능력자, 사기 또는 강박에 의한 의사표시를 한 자, 이들의 대리인 또는 승계인이다(140조). 취소의 방법은 당해 법률행위의 효과를 부인한다는 의사를 표시하면 되는 것이며 다른 특별한 형식은 필요 없다. (ko)
  • 取消し(とりけし)とは、ある行為についてそのなされた過程に問題があることを理由としてそれを遡及的に無効とする旨の意思表示。取消しをすることができる権利を取消権、取消権を有する者を取消権者と呼ぶ。ある法律行為を法律で規定された者(取消権者)の意思表示によって、行為の当時にさかのぼってなかったことにするものであり、取消権は形成権である。 (ja)
  • Vernietigbaarheid en nietigheid zijn verwante noties in het recht. Bij vernietigbaarheid gaat het erom dat een rechtshandeling kan worden vernietigd door een van de partijen die bij de rechtshandeling zijn betrokken. Het verschil tussen een nietige en een vernietigbare rechtshandeling is dat een nietige rechtshandeling wordt geacht nooit te hebben plaatsgevonden en derhalve geen rechtsgevolgen heeft, terwijl een vernietigbare rechtshandeling geldig rechtsgevolgen oproept, zolang zij niet vernietigd is. Het is mogelijk dat een vernietigbare rechtshandeling gewoon blijft bestaan, als bijvoorbeeld niemand het in de gaten heeft of alle partijen, om hen moverende redenen, het zo laten. De rechter mengt zich daar niet in. (nl)
  • 撤銷(德語:Anfechtung)為法律專用術語,當某個意思表示的發出人所想要成立的法律行為有瑕疪時,該意思表示的發出人可以將其所發出的意思表示收回,讓該法律行為溯及至成立時失效,或是讓該法律行為不能成立。 (zh)
dbo:wikiPageExternalLink
dbo:wikiPageID
  • 5533691 (xsd:integer)
dbo:wikiPageLength
  • 3043 (xsd:nonNegativeInteger)
dbo:wikiPageRevisionID
  • 1009919671 (xsd:integer)
dbo:wikiPageWikiLink
dbp:wikiPageUsesTemplate
dcterms:subject
gold:hypernym
rdf:type
rdfs:comment
  • قابل للإبطال ، يعتبره القانون أنه عملية أو إجراءًا صحيحًا ولكن يمكن إلغاؤه أو أبطاله من قبل أحد أطراف العملية في وقتٍ لاحِق، لسببٍ من الأسباب، كأن يتوضَّح بأن العقد وُقِّع من شخصٍ قاصِر أو عديم الأهلية بعد إبرامه، أو انطِواء العقد على الغِشّ والاحتِيال. عادة ما يتم استخدام Voidable للتمييز الإبطال (أو باطل من البداية) وغير قابل للتنفيذ. (ar)
  • Der Rechtsbegriff Anfechtung bezeichnet die nachträgliche einseitige Beseitigung von Rechtsfolgen durch einen Betroffenen. Sie ist aus Gründen der Rechtssicherheit nicht beliebig statthaft und nur unter bestimmten Voraussetzungen, insbesondere bei Einhaltung von Fristen, zulässig. Ob die Rechtsfolgen nur für die Zukunft („ex nunc“) oder auch für die Vergangenheit („ex tunc“) beseitigt werden, hängt von der jeweiligen Regelung ab. (de)
  • Voidable, in law, is a transaction or action that is valid but may be annulled by one of the parties to the transaction. Voidable is usually used in distinction to void ab initio (or void from the outset) and unenforceable. (en)
  • ( 취소(臭素)에 대해서는 브로민 문서를 참고하십시오.) 취소(取消)란, 하자(瑕疵)있는 의사표시 또는 법률행위의 효력을 표의자 기타의 특정인이 소멸시키는 것을 말한다. 매매계약을 체결한 후 사기 또는 무능력을 이유로 매매를 취소하고 그 효력을 잃게 하는 것이 그 예이다. 취소할 수 있는 행위는 취소가 있을 때까지는 모든 사람은 그 행위를 효력이 있는 것으로서 취급하고 취소권자가 취소권을 포기하거나 또는 취소권이 소멸하면 그 행위는 효력을 상실하지 않는 것으로 확정하는 것이다. 이러한 점은 취소와 무효를 구별하는 뚜렷한 점이다. 취소를 할 수 있는 자는 제한능력자, 사기 또는 강박에 의한 의사표시를 한 자, 이들의 대리인 또는 승계인이다(140조). 취소의 방법은 당해 법률행위의 효과를 부인한다는 의사를 표시하면 되는 것이며 다른 특별한 형식은 필요 없다. (ko)
  • 取消し(とりけし)とは、ある行為についてそのなされた過程に問題があることを理由としてそれを遡及的に無効とする旨の意思表示。取消しをすることができる権利を取消権、取消権を有する者を取消権者と呼ぶ。ある法律行為を法律で規定された者(取消権者)の意思表示によって、行為の当時にさかのぼってなかったことにするものであり、取消権は形成権である。 (ja)
  • 撤銷(德語:Anfechtung)為法律專用術語,當某個意思表示的發出人所想要成立的法律行為有瑕疪時,該意思表示的發出人可以將其所發出的意思表示收回,讓該法律行為溯及至成立時失效,或是讓該法律行為不能成立。 (zh)
  • Ως νομικός όρος η καταγγελία σημαίνει τη μονομερή απευθυντέα δήλωση βούλησης, με την οποία τερματίζεται μια διαρκής έννομη σχέση, όπως συμβαίνει σε συμφωνία ή σύμβαση (π.χ. , σύμβαση μίσθωσης). Με την καταγγελία επέρχεται λήξη της σύμβασης από το σημείο εκείνο και η καταγγελία επενεργεί για το μέλλον, δεν επηρεάζεται το κύρος της σύμβασης μέχρι τότε. Η καταγγελία διακρίνεται έτσι από την , η οποία ανατρέχει στο παρελθόν και καθιστά τη σύμβαση εξ υπαρχής μη γενόμενη. (el)
  • Vernietigbaarheid en nietigheid zijn verwante noties in het recht. Bij vernietigbaarheid gaat het erom dat een rechtshandeling kan worden vernietigd door een van de partijen die bij de rechtshandeling zijn betrokken. (nl)
rdfs:label
  • قابل للإبطال (ar)
  • Anfechtung (de)
  • Καταγγελία (el)
  • 取消し (ja)
  • 취소 (ko)
  • Vernietigbaarheid (nl)
  • Voidable (en)
  • 撤銷 (法律) (zh)
owl:sameAs
prov:wasDerivedFrom
foaf:isPrimaryTopicOf
is dbo:wikiPageRedirects of
is dbo:wikiPageWikiLink of
is foaf:primaryTopic of
Powered by OpenLink Virtuoso    This material is Open Knowledge     W3C Semantic Web Technology     This material is Open Knowledge    Valid XHTML + RDFa
This content was extracted from Wikipedia and is licensed under the Creative Commons Attribution-ShareAlike 3.0 Unported License