dbo:abstract
|
- Οι Βουλγαρόφιλοι ή Βουλγαρίζοντες (σλαβομακεδονικά: бугарофили δηλ. Βουλγαρόφιλοι, Βουλγαρικά: българофили/българомани δηλ. Βουλγαρόφιλοι/Βουλγαρομάνοι, Σερβικά: бугараши, δηλ. Βουλγαρομάνοι) είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει άτομα της περιοχής της οθωμανικής Μακεδονίας και της περιοχής της κοιλάδας του Μοράβα, που βλέπουν τους εαυτούς τους ως Βουλγάρους. Χρησιμοποιείται πιο συχνά υποτιμητικά, για να υποδηλώσει ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι πραγματικοί Βούλγαροι. Επίσης ο όρος χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει χωριά της περιοχής της Μακεδονίας στις αρχές του 20ου αιώνα όπου η πλειονότητα των κατοίκων ανήκε στην σχισματική Βουλγαρική Ορθόδοξη Εκκλησία. Ο όρος χρησιμοποιείται στην Βόρεια Μακεδονία για να χαρακτηρίσει υποτιμητικά επιστήμονες που υποστηρίζουν ότι η σλαβομακεδονική γλώσσα αποτελεί διάλεκτο της βουλγαρικής ή και παλαιότερα Ευρωπαίους που συμπαθούσαν ή υποστήριζαν τις βουλγαρικές θέσεις και διεκδικήσεις. Αντίστοιχες ονομασίες που αποδίδουν οι Σλαβομακεδόνες και Βούλγαροι συγγραφείς για τους σλαβόφωνους της Μακεδονίας που δηλώνουν Έλληνες είναι Γραικομάνοι και για τους Σλάβους που δηλώνουν Σέρβοι η ονομασία . (el)
- Bulgarophiles (Bulgarian: българофили; Serbian and Macedonian бугарофили or бугараши ; Greek: βουλγαρόφιλοι; Romanian: Bulgarofilii) is a term used for Slavic people from the regions of Macedonia and Pomoravlje who are ethnic Bulgarians. In Bulgaria, the term Bulgaromans; (Bulgarian: българомани; Romanian: Bulgaromani) refers to non-Slavic people such as Aromanians with a Bulgarian self-awareness. In the 20th century, Bulgarophiles in neighboring Yugoslavia and Greece were considered enemies of the state harboring irredentist tendencies. (en)
- Bulgarophilie (Wortbildung mit Suffix aus dem Altgriechischen φιλία philía „Freundschaft“, „Liebe“, „Zuneigung“) bezeichnet eine allgemeine Affinität zu bulgarischer Kultur, Geschichte oder zum bulgarischen Volk.Bulgarien, aber auch die bulgarische Geschichte, bulgarische Traditionen, die bulgarische Sprache, die bulgarische Küche, die etc. können Gegenstand der Bulgarophilie sein. Das Antonym zur Bulgarophilie ist die , die Abneigung vor Bulgarischem. (de)
|
dbo:wikiPageID
| |
dbo:wikiPageLength
|
- 2680 (xsd:nonNegativeInteger)
|
dbo:wikiPageRevisionID
| |
dbo:wikiPageWikiLink
| |
dbp:wikiPageUsesTemplate
| |
dcterms:subject
| |
gold:hypernym
| |
rdf:type
| |
rdfs:comment
|
- Bulgarophiles (Bulgarian: българофили; Serbian and Macedonian бугарофили or бугараши ; Greek: βουλγαρόφιλοι; Romanian: Bulgarofilii) is a term used for Slavic people from the regions of Macedonia and Pomoravlje who are ethnic Bulgarians. In Bulgaria, the term Bulgaromans; (Bulgarian: българомани; Romanian: Bulgaromani) refers to non-Slavic people such as Aromanians with a Bulgarian self-awareness. In the 20th century, Bulgarophiles in neighboring Yugoslavia and Greece were considered enemies of the state harboring irredentist tendencies. (en)
- Bulgarophilie (Wortbildung mit Suffix aus dem Altgriechischen φιλία philía „Freundschaft“, „Liebe“, „Zuneigung“) bezeichnet eine allgemeine Affinität zu bulgarischer Kultur, Geschichte oder zum bulgarischen Volk.Bulgarien, aber auch die bulgarische Geschichte, bulgarische Traditionen, die bulgarische Sprache, die bulgarische Küche, die etc. können Gegenstand der Bulgarophilie sein. Das Antonym zur Bulgarophilie ist die , die Abneigung vor Bulgarischem. (de)
- Οι Βουλγαρόφιλοι ή Βουλγαρίζοντες (σλαβομακεδονικά: бугарофили δηλ. Βουλγαρόφιλοι, Βουλγαρικά: българофили/българомани δηλ. Βουλγαρόφιλοι/Βουλγαρομάνοι, Σερβικά: бугараши, δηλ. Βουλγαρομάνοι) είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει άτομα της περιοχής της οθωμανικής Μακεδονίας και της περιοχής της κοιλάδας του Μοράβα, που βλέπουν τους εαυτούς τους ως Βουλγάρους. Χρησιμοποιείται πιο συχνά υποτιμητικά, για να υποδηλώσει ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι πραγματικοί Βούλγαροι. Επίσης ο όρος χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει χωριά της περιοχής της Μακεδονίας στις αρχές του 20ου αιώνα όπου η πλειονότητα των κατοίκων ανήκε στην σχισματική Βουλγαρική Ορθόδοξη Εκκλησία. (el)
|
rdfs:label
|
- Bulgarophilie (de)
- Βουλγαρόφιλοι (el)
- Bulgarophiles (en)
|
owl:sameAs
| |
prov:wasDerivedFrom
| |
foaf:isPrimaryTopicOf
| |
is dbo:wikiPageRedirects
of | |
is dbo:wikiPageWikiLink
of | |
is foaf:primaryTopic
of | |