About: Co-living     Goto   Sponge   NotDistinct   Permalink

An Entity of Type : owl:Thing, within Data Space : dbpedia.org associated with source document(s)
QRcode icon
http://dbpedia.org/c/4L9ze8WyCL

Co-living is a residential community living model that accommodates three or more biologically unrelated people living in the same dwelling unit. Generally coliving is a type of intentional community that provides shared housing for people with similar values or intentions. The coliving experience may simply include group discussions in common areas or weekly meals, although will oftentimes extend to shared workspace and collective endeavors such as living more sustainably. An increasing number of people across the world are turning to coliving in order to unlock the same benefits as other communal living models (such as communes or cohousing), including "comfort, affordability, and a greater sense of social belonging."

AttributesValues
rdfs:label
  • Co-Living (de)
  • Οικιστικά κοινά (el)
  • Coliving (es)
  • Co-living (en)
  • Colocation (fr)
  • シェアハウス (ja)
  • 셰어하우스 (ko)
  • Samenhuizen (nl)
  • Coliving (pt)
  • Коливинг (ru)
  • 共同生活空間 (zh)
  • Співжиток (uk)
rdfs:comment
  • Co-Living ist eine Bezeichnung für gemeinschaftliches Wohnen auf Zeit – meist in urbanen Räumen. Der Unterschied zum Cohousing besteht vor allem darin, dass es sich dort meist um ganze Wohnhäuser handelt, die im Besitz der Eigentümer sind. Das Co-Living wird in der Regel durch einen Betreiber in größeren Immobilien veranstaltet. (de)
  • シェアハウスとは、一つの住居に複数人が共同で暮らす賃貸物件を指す和製英語。一般的にはキッチンやリビング、バスルームなどを共同で使用し、プライバシー空間として個室を利用する。 大抵のシェアハウスは、以前は寮やマンション、一般の民家等であった建物を転用して運営されている。入居者は基本的にそれぞれのプライベートな居室で生活し、リビング、キッチン、トイレ、風呂、洗濯機などといった設備だけを共用する。 ルームシェア(海外では、フラット・シェア、ハウス・シェアなどと呼ばれる)が一般的にアパート・マンションの一室や戸建住居を複数人で共同で借りて使用する形態であるのに対し、日本のシェアハウスは業者主導で運営されることが主流で、従来の風呂無しアパートのように経済性のみを訴求点としたものではなく、共用設備の利用に際し発生する入居者同士のコミュニケーションを主要な訴求点としているのが特徴である。 (ja)
  • 셰어하우스(share house)는 공용화된 공간에서 개인적인 공간이 별도로 분리 되어있는 주거형태다. (ko)
  • 共同生活空間(英語:Co-living Space)是指為讓人們共同生活(co-living)的場域、空間。其中共同生活(或簡稱「共生」)是一種非建立於血緣關係的新型態的居住形式,一種利用共享空間與設施創造人際互動與社群,並重視開放、分享與合作的現代都市的生活精神。 (zh)
  • Τα κοινά αποτελούν ένα εναλλακτικό παράδειγμα του τομέα της κοινωνικής οικονομίας σε παγκόσμια κλίμακα, αναδεικνύοντας τις κοινωνικές ανάγκες και προβλήματα που προβάλλουν λόγω της συνεχούς ανάπτυξης. Ο όρος κοινά αναφέρεται στους πόρους οι οποίοι είναι ανοιχτοί και ελεύθεροι προς όλους. Με το πέρασμα των δεκαετιών το δικαίωμα αυτό καταστρατηγείται και δημιουργούνται ανισότητες σε όλα τα επίπεδα. Ακριβώς το ίδιο συμβαίνει και με τις ιδιοκτησίες. Επιπλέον, ανάλογα οικιστικά παραδείγματα είναι τα εξής: «Τελαίθριον project»: Ένα ιδιαίτερο παράδειγμα οικιστικού κοινού (el)
  • Co-living is a residential community living model that accommodates three or more biologically unrelated people living in the same dwelling unit. Generally coliving is a type of intentional community that provides shared housing for people with similar values or intentions. The coliving experience may simply include group discussions in common areas or weekly meals, although will oftentimes extend to shared workspace and collective endeavors such as living more sustainably. An increasing number of people across the world are turning to coliving in order to unlock the same benefits as other communal living models (such as communes or cohousing), including "comfort, affordability, and a greater sense of social belonging." (en)
  • El concepto de Coliving (del inglés Co-living) hace referencia a un modelo residencial comunitario y posee grandes similitudes con el coworking o trabajo cooperativo y que no debe confundirse con cohousing o covivienda.​ El término no está actualmente incluido como vocablo en el DRAE. A diferencia de la covivienda, el coliving está pensado para cortos periodos de tiempo.​ Además, el espacio suele estar financiado por un promotor que define la arquitectura, busca el suelo, la financiación y, por último, entra la comunidad.​ (es)
  • La colocation est le fait de réaliser une location en commun ou plus précisément de partager en commun un logement. Après la signature de leur bail avec le propriétaire, les colocataires possèdent tous les mêmes droits et devoirs vis-à-vis du bailleur. Une fois le bail signé, le colocataire bénéficie des mêmes droits que n'importe quel locataire. Il a le droit de vivre et circuler librement dans le logement. En France, il peut aussi, percevoir les aides au logement, comme l'aide personnalisée au logement et l'allocation de logement à caractère social (CAF). La colocation est un des domaines de l’économie collaborative. (fr)
  • Samenhuizen is de overkoepelende term die (vooral in Vlaanderen) gebruikt wordt voor verschillende vormen van gemeenschappelijk wonen. Enkele woonvormen in oplopende graad van gemeenschappelijkheid en betrokkenheid van de bewoners: Tussen deze verschillende types van samenwonen zijn er nog vele tussenvormen mogelijk met andere accenten of woonprojecten met gemengde vormen. Volgens de definitie die de Nederlandse Landelijke Vereniging Centraal Wonen (LVCW) kunnen enkel centraal wonen, samenhuizing en woongroep worden beschouwd als een woongemeenschap: (nl)
  • Coliving é um tipo de comunidade intencional que fornece moradia compartilhada para pessoas com afinidades de intenções. Isso pode variar desde se reunir para atividades como refeições e discussões nas áreas comuns, até se estender ao compartilhamento do espaço de trabalho e empreendimentos coletivos, como viver de maneira mais sustentável. (pt)
  • Коливинг (от англ. coliving, рус. — «совместное проживание») — тип сообщества, предоставляющий формат совместного проживания для людей с общими намерениями. Отличительная черта такого типа жилья — это совместные мероприятия, как прием пищи или коммуникация в общих жилых зонах. Так же часто бывает обустроен коворкинг (совместное рабочее пространство). (ru)
  • Співжиток або колівінг (англ. co-living, дослівно: «спільне проживання») — модель спільного проживання трьох або більше біологічно неспоріднених людей. Загалом, співжиток є типом ідейної спільноти, що забезпечує спільне проживання для людей з подібними цінностями та цілями. Проживання в співжитку може супроводжуватись груповими дискусіями в спільній частині оселі, щотижневу їду разом, а інколи — і працюванням на одній роботі. Також часто організовується коворкінг (спільний робочий простір). Все більше людей по всьому світі обирають проживання в співжитках задля здобуття переваг, які традиційно забезпечувались проживанням в комуні або в кластерних оселях, як-от «комфорту, зручності та більшого відчуття соціяльної приналежності». (uk)
dct:subject
Wikipage page ID
Wikipage revision ID
Link from a Wikipage to another Wikipage
sameAs
dbp:wikiPageUsesTemplate
has abstract
  • Τα κοινά αποτελούν ένα εναλλακτικό παράδειγμα του τομέα της κοινωνικής οικονομίας σε παγκόσμια κλίμακα, αναδεικνύοντας τις κοινωνικές ανάγκες και προβλήματα που προβάλλουν λόγω της συνεχούς ανάπτυξης. Ο όρος κοινά αναφέρεται στους πόρους οι οποίοι είναι ανοιχτοί και ελεύθεροι προς όλους. Με το πέρασμα των δεκαετιών το δικαίωμα αυτό καταστρατηγείται και δημιουργούνται ανισότητες σε όλα τα επίπεδα. Ακριβώς το ίδιο συμβαίνει και με τις ιδιοκτησίες. Η παγκοσμιοποίηση επέφερε αλλαγές στις ιδιοκτησιακές εξελίξεις ως αποτέλεσμα βαθύτερων αλλαγών που συμβαίνουν στην κοινωνία αλλά και στο αστικό φαινόμενο γενικά. Η διάδοση νέων ιδιόκτητων οικιστικών προϊόντων έχει στενή σχέση με την κατασκευή της μεταμοντέρνας και της μεταβιομηχανικής κοινωνίας αλλά και των διαδικασιών παγκοσμιοποίησης με νεοφιλελεύθερες πτυχές. Τα χαρακτηριστικά αυτών των οικιστικών εξελίξεων αντιστοιχούν στην πραγματικότητα σε αυτές τις γενικότερες τάσεις που χαρακτηρίζουν το αστικό φαινόμενο σήμερα , δηλαδή ιδιωτικοποίηση, αστικός κατακερματισμός αλλά και παραγωγή χώρων προσομοίωσης. Η γρήγορη εξάπλωση των ιδιωτικών κοινοτήτων, των λεγόμενων οικιστικών κοινών (housing commons) άνθησε στις ΗΠΑ, ως τυπολογία περιφραγμένων κοινοτήτων. Οι οικιστικές αυτές κοινότητες είναι προσιτές κατοικίες ενοικίασης για οικογένειες και άτομα με χαμηλό έως μέτριο εισόδημα. Συγκεκριμένα, μισθωτές με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά πληρώνουν το 30% του εισοδήματός τους για ενοικίαση ενώ μία εταιρία-μεσάζουσα συνήθως καθορίζει και διαχειρίζεται την πληρωμή του ενοικίου. Τα τετραγωνικά ενοικίασης κυμαίνονται από μία μικρή γκαρσονιέρα έως ένα σπίτι πέντε υπνοδωματίων. Η διάδοση ιδιωτικών και κλειστών οικιστικών χώρων τα τελευταία 25 χρόνια μπορεί στην πραγματικότητα να εκληφθεί ως μία από τις πρωτοβουλίες που προωθούνται ή αναγεννιούνται στο πλαίσιο του φιλελευθερισμού. Όπως και με οποιαδήποτε άλλη πρωτοβουλία που αναπτύχθηκε από την οικονομική θεωρία της ελεύθερης αγοράς, θεωρείται ότι η ίδια η αγορά μπορεί να ενεργήσει αποτελεσματικότερα, μέσω της ιδιωτικοποίησης, της παροχής και συντήρησης του απαραίτητου εξοπλισμού και υπηρεσιών για την εξασφάλιση της καλής λειτουργίας της. Η απόρριψη της πόλης, η οποία γίνεται σε μεγάλο βαθμό από τις κλειστές κοινότητες διαβίωσης , ξεκίνησε πριν χρόνια από πλούσιους ανθρώπους που ήθελαν έναν ιδιαίτερο τρόπο ζωής και διαβίωσης έξω από την πόλη. Η πιθανότητα της αστικής αποχώρησης στην σύγχρονη εποχή έχει γίνει ευρέως διαδεδομένη. Τα ακίνητα των οικιστικών κοινών κατάφεραν να προσαρμοστούν σε διαφορετικούς ενδιαφερόμενους , επιβάλλοντας έναν νέο τρόπο ζωής που ταιριάζει απόλυτα στο παγκόσμιο μοντέλο κατανάλωσης , ασχέτως εισοδήματος. Ταινίες έχουν παρουσιάσει κατά καιρούς τις κλειστές κοινότητες, όμως ως περιβάλλον στο οποίο εμφανίζονται παραφυσικά φαινόμενα, Ο σεκταρισμός ή ο κοινωνικός έλεγχος, συνήθως συνδέονται, με την εικόνα των κοινών μεταφερόμενη κυρίως από την τηλεόραση και τον κινηματογράφο. Η ζωή στα κοινά σπίτια έχει συγκεκριμένους κανόνες με τους οποίους θα πρέπει να πορεύονται όλοι οι ένοικοι. Για παράδειγμα να απαγορεύεται να φυτέψουν συγκεκριμένα είδη φυτών στον κήπο, εκτός από αυτά που έχει καθιερώσει η κοινότητα , ή ο ιδιοκτήτης μιας κατοικίας θα πρέπει να είναι κάτω από μια συγκεκριμένη ηλικία. Η σχετική έρευνα δείχνει ότι παρουσιάζουν πολύ συγκεκριμένες πτυχές που συνήθως δεν οδηγούν σε ακραίες καταστάσεις . Από το τέλος της δεκαετίας του ΄90 του περασμένου αιώνα , τα οικιστικά κοινά αποτελούν ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον φαινόμενο και γύρω από αυτό γεννήθηκε ένας κοινωνικός λόγος και προβληματισμός που βλέπουν τις κλειστές αυτές γειτονιές, ως μια φυσική, ορατή και ερασιτεχνική εκδήλωση των μεταλλάξεων της μεταβιομηχανικής κοινωνίας και της διείσδυσης της ασφαλείας που προωθούνται από διάφορους πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες. Ωστόσο τις δύο τελευταίες δεκαετίες, οι διαδικασίες αυτές ιδιωτικοποίησης και δημιουργίας οικιστικών κοινών προωθούν και συνθέτουν ένα νέο είδος πόλης, ένα νέο αστικό μοντέλο. Και παράδοξα, όσο πιο κλειστή είναι τόσο λιγότερη είναι η πιθανότητα σχέσεων με άλλους εκτός αυτή. Ένα αξιόλογο παράδειγμα είναι η κοινότητα των Amish στις ΗΠΑ η οποία επέλεξε να ζει πίσω στο χρόνο. Πρόκειται για μια χριστιανική θρησκευτική κοινότητα, που ιδρύθηκε το 1693 στο Sainte-Marie-aux-Mines από τον Amman. Η κοινότητα ζει απλή, ειρηνική και αυστηρή ζωή αποφεύγοντας την πρόοδο και τις επιρροές από τον έξω κόσμο. Ανάλογη περίπτωση είναι και η κοινότητα των Bajau. Πρόκειται για μια εθνοτική ομάδα που προέρχεται από το νότιο τμήμα των Φιλιππίνων και ζει κυρίως στην ευρύτερη Μανίλα. Είναι αφιερωμένοι στη γεωργία και την κτηνοτροφία. Η κύρια οικονομική πηγή τους, όμως είναι η αλιεία. Ζουν σε σκηνές και φορούν πολύχρωμα ρούχα χειροποίητα. Ένα ιδιαίτερο παράδειγμα κοινών οικιστικών είναι η περίπτωση μεταναστών που διαμένουν σε πολλά εγκαταλελειμμένα εργοστάσια, απέναντι από το λιμάνι της Πάτρας. Αν και η επιλογή των συγκεκριμένων χώρων διαβίωσης δεν ήταν εθελούσια, όπως συμβαίνει συνήθως, στα εργοστάσια αυτά έχει δημιουργηθεί μία μικρή πόλη μέσα στην ίδια την πόλη. Οι συνθήκες διαβίωσης των ανθρώπων αυτών, αν και δεν είναι ανθρώπινες, ταιριάζουν στο μοτίβο των κοινών οικιστικών καθώς χαρακτηρίζεται από ομοιομορφία και τήρηση αυτών από όλες τις εθνικότητες που διαβιώνουν στα εργοστάσια. Πρόκειται για ένα είδος κοινοβίου. Ένα ακόμα ιδιαίτερο οικιστικό κοινό μπορούν να θεωρηθούν οι λεγόμενες φαβέλες στη Βραζιλία. Συγκεκριμένα οι φαβέλες ή οι παραγκουπόλεις βρίσκονται σε γη που καταλαμβάνεται παράνομα και ελέγχεται συχνότερα από διακινητές ναρκωτικών που ανταγωνίζονται μεταξύ τους για να αποκτήσουν τον έλεγχο από τις μεγαλύτερες περιοχές. Εάν οι φαβέλες είναι εμβληματικά της αστικής φτώχειας, έχουν μελετηθεί εκτενώς από ερευνητές και έχουν εισέλθει στη λαϊκή κουλτούρα των αστικών κοινών, αν και δεν αντιπροσωπεύουν το σύνολο της επισφαλούς στέγασης. Επιπλέον, ανάλογα οικιστικά παραδείγματα είναι τα εξής: Τα Αναφιώτικα. Από τα πρώτα οικιστικά κοινά της Αθήνας θεωρείται ο οικισμός Αναφιώτικα. Γεωγραφικά τα Αναφιώτικα τοποθετούνται στην Ανατολική πλευρά του βράχου της Ακρόπολης, οριακά με την Πλάκα. Η χρονολογία δημιουργίας του ανάγεται στο 19ο μΧ αιώνα από εργάτες που ήρθαν από την Ανάφη με σκοπό να εργαστούν ως κτίστες κατά την ανέγερση των Ανακτόρων του βασιλιά Όθωνα. Οι πρώτοι κάτοικοι του αυθαίρετου οικισμού ήταν οι ίδιοι οι εργάτες οι οποίοι έκτισαν λαθραία τα σπίτια τους ευνοούμενοι από τη διακριτική ευχέρεια των Αρχών της εποχής. Το παράδειγμα των κτιστών ακολούθησαν και επόμενοι εργάτες -Αναφιώτες και Κυκλαδίτες- που προσήλθαν στην Αθήνα. Με αυτό τον τρόπο δημιουργήθηκε μία χαρακτηριστική γειτονιά με Κυκλαδίτικο ρυθμό που ξεπρόβαλλε από το βράχο της Ακρόπολης. Στα χρόνια της Μικρασιατικής καταστροφής ο οικισμός υποδέχθηκε πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Το 1970 προκειμένου να υλοποιηθεί ο αρχαίος περίπατος της Ακρόπολης χρειάστηκε να κατεδαφιστούν 20 οικίες. Κατά το έτος 2021 απομένουν εξήντα (60) σπίτια της συγκεκριμένης εκ των οποίων δέκα πέντε (15) αξιοποιεί η Αρχαιολογική Υπηρεσία. Συνδυαστικά με τα νεοκλασικά κτίρια πού διατηρούνται στην περιοχή αποτελούν τμήμα της «οικιστικής παράδοσης της Αθήνας». Τα Προσφυγικά της Λεωφόρου ΑλεξάνδραςΠρόκειται για ένα συγκρότημα 228 κατοικιών με περιβάλλοντες χώρους μέσα σε 14 στρέμματα, το οποίο κατασκευάστηκε την δεκαετία του 1930 για να καλύψει τις ανάγκες στέγασης των προσφύγων που είχαν έρθει στην Ελλάδα μετά την Μικρασιατική καταστροφή. Υπήρξε για αρκετά χρόνια παράδειγμα κοινωνικής στέγασης με πολυεπίπεδη προσφορά. Εκτός από την στέγαση μεγάλου αριθμού προσφύγων, προσέφερε στην πόλη της Αθήνας τη δυνατότητα πολιτισμικής αλληλεπίδρασης ετερόμορφων χαρακτήρων και συνηθειών, παρόλες τις δυσκολίες που παρουσιάστηκαν. Με την πάροδο του χρόνου, πολλά από τα διαμερίσματα εγκαταλείφθηκαν και άλλα πωλήθηκαν με σκοπό την κατεδάφισή τους για την δημιουργία χώρων πρασίνου στην περιοχή. Παρόλα αυτά τα περισσότερα από τα σχέδια διαμόρφωσης του χώρου δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ. Ένας από τους σημαντικότερους λόγους υπήρξε και η αντίσταση κατοίκων αλλά και ιδιοκτητών διαμερισμάτων και οι δεκάδες παρεμβάσεις ειδικών, καθηγητών, πολεοδόμων, δικηγόρων, πολιτών. Τα προσφυγικά αποτελούσαν και αποτελούν ιστορικό μνημείο μνήμης του πολέμου και της προσφυγιάς, ενώ υπήρξε αρχιτεκτονικά πρωτοποριακό για την εποχή του. Στην αρχή του 21ου αιώνα πολλά από τα άδεια διαμερίσματα κατελήφθησαν και κατοικήθηκαν από ανθρώπους διαφορετικών εθνικοτήτων ως μία λύση στα προβλήματα στέγασης αλλά και διαβίωσης. Καθώς τα κτίσματα παρουσίαζαν στοιχεία παρακμής αλλά αποτελούσαν και μερίδα του λέοντος, διάφοροι κρατικοί φορείς παρουσίαζαν σχέδια τα οποία είχαν σκοπό κατ'αρχάς την εκκένωση των διαμερισμάτων και την κατεδάφιση μεγάλου αριθμού αυτών. Ξεκίνησε έτσι για ακόμα μία φορά μία σειρά παράλληλων προσπαθειών από ακτιβιστές με σκοπό τη διατήρηση των οικιστικών χώρων ως ένα μνημειακό παράδειγμα, συλλογικής διαχείρισης και εκμετάλλευσης. Η Κατάληψη οργανώθηκε και έτσι δημιουργήθηκε η Ανοιχτή Συνέλευση Αγώνα Κοινότητας προσφυγικών Αλεξάνδρας και αλληλέγγυων, εστιάζοντας αρχικά σε θέματα τεχνικής και διαχειριστικής φύσεως. Με αισθήματα αυτοοργάνωσης και αλληλεγγύης δημιουργήθηκαν δομές, όπως η Δομή Συλλογικού Φούρνου, η Δομή Παιδικού Στεκιού & Αυτομόρφωσης, η Δομή Υγείας , η Συλλογική Κουζίνα, ενώ παράλληλα σχηματίστηκαν ομάδες εργασίας για τα διάφορα θέματα. Ο χώρος απέκτησε διττό ρόλο, καθώς φιλοξενούσε ανθρώπους οι οποίοι αντιμετώπιζαν σοβαρά προβλήματα διαβίωσης και εύρεσης στέγης αλλά και πολιτικό ρόλο καθώς αποτέλεσε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτοοργάνωσης και αντίστασης. De Nieuwe meent στην Ολλανδία: πρόκειται για έναν οικιστικό συνεταιρισμό ο οποίος δραστηριοποιείται στην πόλη του Άμστερνταμ και έχει λάβει τη συγκεκριμένη ονομασία από την παλιά ολλανδική λέξη για τα κοινά. Ο συνεταιρισμός είναι βασισμένος στις αρχές κοινής χρήσης και διαχείρισης, προσφέροντας κοινοτική στέγαση, κοινωνική μέριμνα και αλληλεγγύη. Δημιουργήθηκε στα τέλη του 2018 από μία ομάδα ακτιβιστών, αρχιτεκτόνων και μελετητών οι οποίοι αντιμετώπισαν οι ίδιοι το μεγάλο κόστος της στέγασης. Σήμερα, πρόκειται για μία ποικιλόμορφη κοινότητα 50 και πλέον ανθρώπων οι οποίοι εργάζονται για να πραγματοποιήσουν ένα όραμα προσιτής διαβίωσης στο Άμστερνταμ. Σκοπός τους είναι να αναπτυχθεί μία εναλλακτική λύση σε θέματα στέγασης και η προσπάθεια τους βασίζεται στην αντιμετώπιση δύο πολύ σοβαρών προβλημάτων στέγασης στην πόλη. Αυτό του υψηλού κόστους απόκτησης αλλά και συντήρησης κατοικίας και αυτό της επιθετικής πολιτικής εκμετάλλευσης των παρόχων κοινωνικής στέγασης. Η ομάδα λαμβάνει δημοκρατικά τις αποφάσεις σχετικά με το σχεδιασμό, την αρχιτεκτονική και τη λειτουργία των κτιρίων. Δημιουργείται πέρα από τη προσπάθεια επίλυσης των κοινωνικών προβλημάτων στέγασης και ένα αλληλέγγυο πνεύμα επικοινωνίας και συνεργασίας μεταξύ των ατόμων αναδεικνύοντας τον κοινωνικό χαρακτήρα του συνεταιρισμού. To Mietshäuser Syndikat στη ΓερμανίαΤο συγκεκριμένο παράδειγμα αποτελεί μία ξεχωριστή περίπτωση καθώς, ως νομικό πρόσωπο διαφοροποιείται από τις κοοπερατίβες που έχουν προαναφερθεί ως συλλογικότητες που δραστηριοποιούνται στα οικιστικά κοινά. Πρόκειται για ένα εγχείρημα που ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ως μετασχηματισμός δράσης μίας ομάδας από καταληψίες, η οποία μετασχηματίστηκε σε συνδικάτο στο Freiburg της Γερμανίας, το 1992. Υπάρχει ο κεντρικός πυρήνας, ο οποίος περιβάλλεται από επιμέρους οικιστικά προτζεκτ τα οποία αποτελούν μεμονωμένες περιπτώσεις δημιουργίας κατοικιών, η οποία περιλαμβάνει είτε την αγορά ακινήτου, είτε την ανακαίνιση κάποιας παλαιάς οικίας/κτηρίου, είτε ακόμα και την κατασκευή μίας τέτοιας. Όπως αναφέρεται στην σχετική ιστοσελίδα |Mietshäuser Syndikat, 163 οικιακά έργα και είκοσι πρωτοβουλίες έργων αποτελούν το σταθερό δίκτυο της ένωσης. Ο σύνδεσμος που συγκρατεί αυτήν τη συμμαχία είναι το "Mietshäuser Syndikat" (κοινοπραξία διαμερισμάτων). Κάθε έργο είναι αυτόνομο, δηλαδή μια ξεχωριστή επιχείρηση που κατέχει το ακίνητο. Κάθε έργο έχει το νομικό καθεστώς μιας εταιρείας περιορισμένης ευθύνης.Σκοπός του συνδικάτου είναι κυρίως η εξασφάλιση των χαρακτηριστικών της αυτό-οργάνωσης και της εξασφάλισης ποιοτικής και φθηνής κατοικίας για όλους. Η KAB στη Δανία Πρόκειται για το μεγαλύτερο διαχειριστή οικιστικών συνεταιρισμών της Δανίας ο οποίος ιδρύθηκε το 1920 και διαχειρίζεται περίπου 64.000 κατοικίες σε συνεργασία με 60 μη κερδοσκοπικές οικιστικές ενώσεις και δήμους. Είναι ένας αυτόνομος και αυτοδιοικούμενος συνεταιρισμός, το διοικητικό συμβούλιο του οποίου εκλέγεται από τους κατοίκους σε ετήσια βάση. Οι εκπρόσωποι των κατοίκων αποφασίζουν και εγκρίνουν τους κανόνες και προτείνουν τις κοινές δράσεις. Έχουν επίσης επιρροή στο σχεδιασμό και την εμφάνιση κοινόχρηστων χώρων, την ανακαίνιση ή ακόμη και την αύξηση του ενοικίου, με σκοπό την αύξηση αποθεματικού. Η λειτουργία του συνεταιρισμού κοινωνικής στέγασης βασίζεται αποκλειστικά στη δημοκρατία. Ανήκει στις οικιστικές ενώσεις που διαχειρίζεται, και μαζί, αποτελούν την Κοινότητα KAB. Οργανώνονται Γενικές Συνελεύσεις ενώ κατά τη διάρκεια της ετήσιας συνεδρίασης του Συμβουλίου των Αντιπροσώπων, οι οικιστικοί σύλλογοι εκλέγουν ένα συμβούλιο ακινήτων για την KAB, η οποία σε στενή συνεργασία με την διοίκηση, σχεδιάζει και αποφασίζει τη γενική κατεύθυνση για την ανάπτυξη της KAB. Οι τομείς εστίασης περιλαμβάνουν την ευημερία και τη βιωσιμότητα των ενοικιαστών. Στοχεύει στη βιωσιμότητα με την ευρεία έννοια- εστιάζοντας στις περιβαλλοντικές, οικονομικές και κοινωνικές πτυχές. Παρέχει ποιοτικές και οικονομικά προσιτές κατοικίες και δεσμεύεται να βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσης των κατοίκων. Το όραμά της είναι η δημιουργία μιας διαφορετικής πόλης, που έχει χώρο για όλους, ανεξάρτητα από την ηλικία, το φύλο, το εισόδημα κλπ. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω της οικονομικά προσιτής στέγασης αλλά και πρωτοβουλιών κοινωνικής στέγασης. Αυτό όχι μόνο διασφαλίζει την ευημερία και την αίσθηση ασφάλειας των ενοικιαστών, αλλά υποστηρίζει και την αναβάθμιση της γειτονιάς. Σήμερα, η KAB διαχειρίζεται περισσότερα από 50.000 κατοικίες στην ευρύτερη περιοχή της Κοπεγχάγης, ενώ το 1/5 των Δανών κατοικούν σε οικίες της KAB. Με αυτό το τρόπο γίνεται αντιληπτή η υψηλή αξία των κοινών στη Δανία καθώς και το αίσθημα του "κοινωνείν" μεταξύ των πολιτών, δημιουργώντας μία γειτονιά για όλους, που όλοι συνεργάζονται για το κοινό καλό. Η ομοσπονδία στεγαστικών κοοπερατίβων FUCVAM στην ΟυρουγουάηΗ Ουρουγουανή Ομοσπονδία Στεγαστικών Συνεταιρισμών Αμοιβαίας Βοήθειας (FUCVAM) είναι ένα κοινωνικό κίνημα που ασχολείται με θέματα στέγασης και αστικής ανάπτυξης στην Ουρουγουάη. Ιδρύθηκε το 1970 και αναπτύχθηκε αρχικά από ενώσεις εργατών ως απάντηση στο πρόβλημα στέγασης που αντιμετώπισαν φτωχά στρώμματα της Ουσουγουάης. Αυτή τη στιγμή η FUCNAM “συστεγάζει” περισσότερους από 500 στεγαστικούς συνεταιρισμούς οι οποίοι αντιπροσωπεύουν περίπου 25000 νοικοκυριά. Τα μέλη της είναι κατα κύριο λόγο βιομηχανικοί εργάτες, ανειδίκευτοι εργάτες, χαμηλόμισθοι, άνεργοι και οικογένειες που δικαιούνται κοινωνική κατοικία. Το μοντέλο λειτουργίας της βασίζεται σε πέντε βασικές αρχές, της αμοιβαίας βοήθειας, της αυτοδιαχείρισης, της συμμετοχικής δημοκρατίας, της συλλογικής ιδιοκτησίας και της πολιτικής ανεξαρτησίας.Μετά από 42 χρόνια αγώνων, το 2010, το Υπουργείο της Ουρουγουάης για θέματα στέγασης, χωρικού σχεδιασμού και περιβάλλοντος αναγνώρισε επίσημα την Ομοσπονδία ως ένα αποτελεσματικό και βιώσιμο μοντέλο πρόσβασης στη στέγαση. Scala Ecovillage: Βρίσκεται 50 χιλιόμετρα ΝΑ της Θεσσαλονίκη, στο Ζαγκλιβέρι κοντά στο φαράγγι της Σκάλας. Ιδρυτές του είναι ο Νικηφόρος Περτσινίδης, μηχανικός και η ‘Αννα Φιλίππου Ψυχολόγος. Οραμά τους είναι η δημιουργία ενός οικολογικού χωριού στην βάση της αυτοδιαχείρησης και αυτοργάνωσης οπου οι κάτοικοι παίρνουν την ευθύνη για την ζωή τους και την κοινότητα .Το 1998 αγοράστηκε έκταση 60 στρεμμάτων και το 2004 χτίστηκε το πρώτο οίκημα. Το 2012 εγκαθίστανται μόνιμα οι δύο πρώτες οικογένειες . Ζουν 7 ενήλικες και 4 παιδιά. Από το 2014 δημιουργήθηκε μια ομάδα 12 ατόμων που υποστηρίζουν το οικοχωριό μαζί με ένα δίκτυο συλλογικοτήτων από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Είναι ανεξάρτητο ενεργειακά, καθώς υπάρχει συσκευή παραγωγής βιοαερίου και ηλεκτροδοτείται από φωτοβολταϊκά πάνελς, χρησιμοποιεί πόσιμο νερό από πηγές και βρόχινο για τις αρδεύσεις, βιολογικό καθαρισμό λυμάτων μέσω φυτών. Παράγονται τοπικά προϊόντα σύμφωνα με τις αρχές της αεικαλλιέργιας (permaculture). Η οικονομική διαχείρηση γίνεται στην βάση της συνεργατικότητας, εναλλακτικά νομίσματα, την ανταλλακτική και κοινή οικονομία. Οι αποφάσεις λαμβάνονται με βάση τις αρχές της Σοσιοκρατίας. Αποφαζίσουν συλλογικά για αποδοτική διαχείρηση και ισότιμα. Στόχος του χωριού είναι να μπορέσουν να κατοικήσουν το χωριό 30 οικογένειες και να δημιουργηθεί ένας συνεταιρισμός. Το οικοχωριό Σκάλα ανήκει στο Παγκόσμιο Δίκτυο Οικοχωριών (GEN). «Τελαίθριον project»: Ένα ιδιαίτερο παράδειγμα οικιστικού κοινού Ένα ιδιαίτερο παράδειγμα οικιστικού κοινού αποτελεί το «Τελαίθριον project», ως η πρώτη κοινότητα αυτάρκειας και βιωσιμότητας στην Ελλάδα. Η συγκεκριμένη κοινότητα, με το όνομα «Free and Real», βρίσκεται στο χωριό Άγιος της Βόρειας Εύβοιας, τρεις ώρες μακριά από την Αθήνα, στο όρος Τελέθριον, σε μία έκταση 12 στρεμμάτων. Η ιδέα της δημιουργίας αυτού του εγχειρήματος ανήκει σε τέσσερις νεαρούς φίλους, οι οποίοι το 2010 αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τη ζωή τους και τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες και μετακόμισαν στο χωριό Άγιος στην Αιδηψό Ευβοίας. Μαζί τους μετακόμισαν και άλλα πέντε άτομα, που συμμερίζονταν τα όνειρα και τις ανησυχίες τους. Το project είχε ως στόχο τη δημιουργία μίας οικολογικής κοινότητας, η οποία θα κάλυπτε με δικούς της πόρους όλες τις ανάγκες της και θα ήταν πλήρως εναρμονισμένη με το φυσικό περιβάλλον. Αφετηρία της προσπάθειάς τους και βασική επιδίωξη ήταν ο αλληλοσεβασμός των μελών και της διαφορετικότητάς τους, η αμοιβαιότητα και ο εθελοντισμός. Η υλοποίηση της ιδέας ξεκίνησε από τα σπίτια. Σκοπός τους ήταν να δημιουργήσουν κατασκευές φιλικές προς το περιβάλλον και για το λόγο αυτό επέλεξαν μία μορφή κτίσματος, όπως τα «Γιούρτ», για τα οποία δεν απαιτείται πολεοδομική άδεια και είναι αυτά που χρησιμοποιούν οι νομάδες στη Μογγολία. Βασική προϋπόθεση και προαπαιτούμενο για τους εμπνευστές ήταν το εγχείρημά τους να έχει χαμηλό οικολογικό αποτύπωμα και να αποτελέσει εφαλτήριο, ώστε να δημιουργηθούν αντίστοιχες κοινότητες και σε άλλα μέρη της Ελλάδας. Στο ξεκίνημά τους αντιμετώπισαν πολλές δυσκολίες, που αφορούσαν από την παραγωγή τροφίμων και ειδών προσωπικής υγιεινής, έως τη διαχείριση των αποβλήτων. Κατασκεύασαν τα πάντα από την αρχή, χωρίς την παρέμβαση εξωτερικών παραγόντων. Φύτεψαν περισσότερα από 1000 δέντρα και επιδόθηκαν στην καλλιέργεια της γης, χωρίς φυτοφάρμακα και λιπάσματα, για την εξασφάλιση της τροφής. Κύριο μέλημα της κοινότητας αποτέλεσε η κατάκτηση του επιπέδου της αυτάρκειας, σε ζητήματα διατροφής, ενέργειας, στέγασης, καθαρού νερού και καθαρού αέρα. Εφάρμοσαν οικολογικές λύσεις, όπως ανανεώσιμες πηγές ενέργειας με φωτοβολταϊκά συστήματα, βοτανικό κήπο, κομποστοποίηση, ανακύκλωση απορριμμάτων κ.ά. Το «Τελαίθριον project» στα πρώτα δέκα χρόνια της ζωής του έχει αναπτυχθεί σε σημαντικό βαθμό και έχει επεκτείνει τη δράση του και σε άλλους τομείς. Στα πλαίσια του εναλλακτικού τρόπου ζωής, διοργανώνονται διάφορα σεμινάρια, ομιλίες, φεστιβάλ, με θέμα τη φυσική δόμηση και καλλιέργεια, τη διατροφή, την κομποστοποίηση, την ανακύκλωση, δράσεις στις οποίες συμμετείχαν πάνω από 40.000 επισκέπτες από όλο τον κόσμο. Με πνεύμα απόλυτης συνεργασίας, οι εμπνευστές του παραπάνω εγχειρήματος μοιράζονται τα προβλήματα και τις προκλήσεις, που απορρέουν από την προσπάθειά τους, ενώ ταυτόχρονα καρπώνονται εξίσου τα αγαθά της φύσης. Στόχος τους είναι να αποδείξουν πως ο τρόπος ζωής των ανθρώπων είναι δυνατόν να επαναπροσδιοριστεί, σε κοινωνικές δομές με συμμετοχική διαβίωση, σε λειτουργικές κοινότητες που όλοι προσφέρουν και όλοι απολαμβάνουν. Αυτό το μοντέλο διαβίωσης, όπως υποστηρίζουν, θα αποκαταστήσει τη σχέση του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον και θα επαναπροσδιορίσει την επικοινωνία του με τον εαυτό του και με τους άλλους ανθρώπους. Με αυτό το παράδειγμα η πρώτη οικολογική και πρότυπη κοινότητα της Ελλάδας φιλοδοξεί να δείξει πως λειτουργεί ένα σχολείο αυτάρκειας και βιωσιμότητας, κάνοντας ένα άνοιγμα προς την κοινωνία, δίνοντας ελεύθερη πρόσβαση σε όσους είναι πρόθυμοι να κάνουν την αλλαγή στη ζωή τους και να ακολουθήσουν έναν διαφορετικό εναλλακτικό δρόμο, μέσω της αυτόνομης και δημιουργικής διαβίωσης, με αυτοδιαχείριση, με ανιδιοτελή προσφορά και σεβασμό του ενός προς τον άλλο, σε απόλυτη αρμονία με το φυσικό περιβάλλον. Οι φαβέλες στη Βραζιλία είναι από τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα οικιστικών κοινών. Η φαβέλα Ροσίνια (Rocinha), βρίσκεται στο Ρίο ντε Τζανέιρο και είναι η μεγαλύτερη της Βραζιλίας. Οι ντόπιοι την προφέρουν Χοσίνα, παρά το γεγονός ότι γράφεται διαφορετικά. Αποτελεί μία από τις πιο φτωχές (φαβέλες) της χώρας, ενώ βρίσκεται ανάμεσα σε δύο πολυτελείς συνοικίες. Αξιοσημείωτη είναι και η ρυμοτομία της. Αναλυτικότερα, είναι χτισμένη σε επικλινές έδαφος και κάθε ταράτσα βρίσκεται ψηλότερα από την μπροστινή της, με αποτέλεσμα όλοι να έχουν θέα στη θάλασσα. Τα σπίτια είναι τουβλόχτιστα ή τσιμεντένια. Δεν υπάρχουν παράγκες «ντενεκεδουπόλεων». Υπάρχουν καταστήματα, φαρμακεία, γραφεία, εστιατόρια, αλλά και στάσεις λεωφορείων. Υπάρχουν αρκετά κτίρια των τριών και τεσσάρων ορόφων, ενώ σχεδόν όλα τα σπίτια έχουν ηλεκτρικό, παρά το γεγονός ότι οι κάτοικοι της είναι «αόρατοι» για το επίσημο κράτος. Η Ροσίνια, βρίσκεται από το 2004 υπό τον έλεγχο της εγκληματικής οργάνωσης amigos dos amigos, Φίλοι των Φίλων, γνωστή με τα αρχικά ADA, οργάνωση η οποία ιδρύθηκε το 1998.Οι φαβέλες δημιουργήθηκαν από στρατιώτες οι οποίοι επέστρεψαν από το βραζιλιάνικο εμφύλιο πόλεμο το 1933, και οι οποίοι δεν είχαν καμιά δυνατότητα μόνιμης κατοικίας. (el)
  • Co-Living ist eine Bezeichnung für gemeinschaftliches Wohnen auf Zeit – meist in urbanen Räumen. Der Unterschied zum Cohousing besteht vor allem darin, dass es sich dort meist um ganze Wohnhäuser handelt, die im Besitz der Eigentümer sind. Das Co-Living wird in der Regel durch einen Betreiber in größeren Immobilien veranstaltet. (de)
  • Co-living is a residential community living model that accommodates three or more biologically unrelated people living in the same dwelling unit. Generally coliving is a type of intentional community that provides shared housing for people with similar values or intentions. The coliving experience may simply include group discussions in common areas or weekly meals, although will oftentimes extend to shared workspace and collective endeavors such as living more sustainably. An increasing number of people across the world are turning to coliving in order to unlock the same benefits as other communal living models (such as communes or cohousing), including "comfort, affordability, and a greater sense of social belonging." Coliving as a modern concept traces its origins to shared living models of the 19th and 20th centuries such as tenements in the UK, boarding houses in the US, and chawls in western India, yet ancient forms of communal living such as the longhouse date back thousands of years. Its contemporary form has gained prominence in recent years due to a combination of factors including increased urbanization rates, a lack of affordable housing options, greater rates of disability requiring group home or assisted living arrangements, and a growing interest in lifestyles not dependent upon long-term contracts. (en)
  • El concepto de Coliving (del inglés Co-living) hace referencia a un modelo residencial comunitario y posee grandes similitudes con el coworking o trabajo cooperativo y que no debe confundirse con cohousing o covivienda.​ El término no está actualmente incluido como vocablo en el DRAE. El concepto nace en Silicon Valley tras producirse una escasez en viviendas y un aumento de jóvenes profesionales a la ciudad. La idea del coliving es una extensión del trabajo cooperativo (o coworking) al mercado de la vivienda. Es un tipo de comunidad intencional enfocada para gente joven con el objetivo de agruparse en comunidades específicas (a diferencia de la diversidad que se podría observar en la covivienda), la coincidencia de intereses y objetivos ayuda al objetivo último del Coliving: agrupar jóvenes emprendedores y creativos en un mismo edificio en el que comparten espacios de forma que se fomente un desarrollo profesional.​ Estas comunidades comparten muchos de los espacios habitacionales como el comedor, biblioteca o sala de estar de manera que se potencia las relaciones interpersonales y las experiencias compartidas por encima de la posesiones materiales. La variedad y cantidad de espacios compartidos es mayor que en la covivienda, puesto que está diseñado para favorecer la relación de sus residentes. ​ Hay ciudades y países que resultan especialmente atractivas para las comunidades de los nómadas digitales, por su variada oferta de servicios y facilidades. Siendo en el caso del habla hispana, el principal exponente México. con los populares destinos Playa del Carmen, Puerto Escondido, Guadalajara y la capital, Ciudad de México. Dentro de los principales proveedores de servicio encontramos a la multinacional Selina, así como opciones locales de alta calidad como Anana Coliving, en el caso de Playa del Carmen, o CO.404 en el Caso de Oaxaca y San Cristobal de las cosas. En Europa existe también un fuerte crecimiento en Coliving donde el mercado se espera que llegue a 550.000​ Millones de Euros. Dentro de los principales proveedores de coliving en Europa encontramos a Aticco Living. A diferencia de la covivienda, el coliving está pensado para cortos periodos de tiempo.​ Además, el espacio suele estar financiado por un promotor que define la arquitectura, busca el suelo, la financiación y, por último, entra la comunidad.​ En definitiva, es un modelo de vivienda a medio camino el piso compartido y una residencia de estudiantes.​ (es)
  • La colocation est le fait de réaliser une location en commun ou plus précisément de partager en commun un logement. Après la signature de leur bail avec le propriétaire, les colocataires possèdent tous les mêmes droits et devoirs vis-à-vis du bailleur. Une fois le bail signé, le colocataire bénéficie des mêmes droits que n'importe quel locataire. Il a le droit de vivre et circuler librement dans le logement. En France, il peut aussi, percevoir les aides au logement, comme l'aide personnalisée au logement et l'allocation de logement à caractère social (CAF). La colocation est un des domaines de l’économie collaborative. Les colocataires doivent signer un bail avec le propriétaire (soit un bail par personne, soit un bail établi au nom de tous les colocataires). Le colocataire n'apparaissant pas sur un bail n'a officiellement aucun droit. Il est important de ne pas confondre la colocation avec la sous-location (d'une simple chambre par exemple), dans ce dernier cas le propriétaire du logement doit donner son accord à son locataire sous peine de pénalités et expulsion du sous-locataire. (fr)
  • シェアハウスとは、一つの住居に複数人が共同で暮らす賃貸物件を指す和製英語。一般的にはキッチンやリビング、バスルームなどを共同で使用し、プライバシー空間として個室を利用する。 大抵のシェアハウスは、以前は寮やマンション、一般の民家等であった建物を転用して運営されている。入居者は基本的にそれぞれのプライベートな居室で生活し、リビング、キッチン、トイレ、風呂、洗濯機などといった設備だけを共用する。 ルームシェア(海外では、フラット・シェア、ハウス・シェアなどと呼ばれる)が一般的にアパート・マンションの一室や戸建住居を複数人で共同で借りて使用する形態であるのに対し、日本のシェアハウスは業者主導で運営されることが主流で、従来の風呂無しアパートのように経済性のみを訴求点としたものではなく、共用設備の利用に際し発生する入居者同士のコミュニケーションを主要な訴求点としているのが特徴である。 (ja)
  • 셰어하우스(share house)는 공용화된 공간에서 개인적인 공간이 별도로 분리 되어있는 주거형태다. (ko)
  • Samenhuizen is de overkoepelende term die (vooral in Vlaanderen) gebruikt wordt voor verschillende vormen van gemeenschappelijk wonen. Enkele woonvormen in oplopende graad van gemeenschappelijkheid en betrokkenheid van de bewoners: * de buurt: meestal geen architecturale samenhang; al dan niet betrokken nabuurschap. * het woonerf: architecturale samenhang; al dan niet betrokken nabuurschap. * centraal wonen (of condominium): er kan sterk betrokken nabuurschap zijn; gemeenschappelijke tuin, vergaderzaal, eventueel andere; soms zijn er gemeenschappelijke activiteiten; elk heeft een appartement of huis(je) privé. * cohousing: naast een architecturale samenhang zijn er uitgebreide gemeenschappelijke voorzieningen, zoals een gemeenschappelijk paviljoen met een eetruime en uitgeruste keuken, plaats voor kinderopvang, wasmachines, gastenkamers, etc. Ook de buitenaanleg met tuin en parkeerplaats blijft grotendeels in mede-eigendom. Elk heeft zijn eigen wooneenheid. * de woongroep: samenwonen "in gezinsverband", dagelijkse omgang met elkaar; elk heeft een kamer (appartement) privé. * het kerngezin: een doorsneegezin. Tussen deze verschillende types van samenwonen zijn er nog vele tussenvormen mogelijk met andere accenten of woonprojecten met gemengde vormen. Volgens de definitie die de Nederlandse Landelijke Vereniging Centraal Wonen (LVCW) kunnen enkel centraal wonen, samenhuizing en woongroep worden beschouwd als een woongemeenschap: "In een Woongemeenschap hebben de bewoners vrijwillig gekozen om in onderlinge betrokkenheid te wonen, op basis van gelijkheid, zelfbeheer, respect voor de gewenste mate van privacy. Meerdere individuen en/of huishoudens beschikken over gemeenschappelijke ruimtes en voorzieningen, en beheren deze gezamenlijk." (nl)
  • Коливинг (от англ. coliving, рус. — «совместное проживание») — тип сообщества, предоставляющий формат совместного проживания для людей с общими намерениями. Отличительная черта такого типа жилья — это совместные мероприятия, как прием пищи или коммуникация в общих жилых зонах. Так же часто бывает обустроен коворкинг (совместное рабочее пространство). Коливинг как новый тренд может иметь отсылку к формату деления жилой площади как в коммунальной квартире. Коливинг, как новая альтернатива уже существующим форматам жилья, приобрел известность только в последние годы по причине таких факторов, как отсутствие возможности у людей приобрести собственное жилье ввиду высокой стоимости на рынке недвижимости и растущий интерес к образу жизни, не зависящему от долгосрочного пребывания на одном месте. (ru)
  • Співжиток або колівінг (англ. co-living, дослівно: «спільне проживання») — модель спільного проживання трьох або більше біологічно неспоріднених людей. Загалом, співжиток є типом ідейної спільноти, що забезпечує спільне проживання для людей з подібними цінностями та цілями. Проживання в співжитку може супроводжуватись груповими дискусіями в спільній частині оселі, щотижневу їду разом, а інколи — і працюванням на одній роботі. Також часто організовується коворкінг (спільний робочий простір). Все більше людей по всьому світі обирають проживання в співжитках задля здобуття переваг, які традиційно забезпечувались проживанням в комуні або в кластерних оселях, як-от «комфорту, зручності та більшого відчуття соціяльної приналежності». Колівінг, як нова альтернатива сучасним формам житла, за останні роки здобув репутацію лише через такі фактори, як неможливість людей придбати власні будинки через високу вартість ринку нерухомості та зростаючий інтерес до способу життя, який не залежить від довгострокового проживання на одному місці. На відміну від традиційних квартир, колівінг привабливий для орендарів завдяки доступності, зручностям, які доступні та почуттю спільності. (uk)
  • Coliving é um tipo de comunidade intencional que fornece moradia compartilhada para pessoas com afinidades de intenções. Isso pode variar desde se reunir para atividades como refeições e discussões nas áreas comuns, até se estender ao compartilhamento do espaço de trabalho e empreendimentos coletivos, como viver de maneira mais sustentável. Coliving como um conceito moderno remonta há quase um século na forma de cortiço, mas também pode ser considerado relacionado a formas muito mais antigas de vida comunitária, como a oca. Sua forma contemporânea só ganhou destaque nos últimos anos, uma vez que uma combinação de fatores levou ao interesse por esse tipo de espaço, incluindo a falta de oportunidades de moradia, o custo de acomodações independentes e o aumento de financiamento para compra, além de um interesse crescente em estilos de vida independentes de contratos de longo prazo. (pt)
  • 共同生活空間(英語:Co-living Space)是指為讓人們共同生活(co-living)的場域、空間。其中共同生活(或簡稱「共生」)是一種非建立於血緣關係的新型態的居住形式,一種利用共享空間與設施創造人際互動與社群,並重視開放、分享與合作的現代都市的生活精神。 (zh)
prov:wasDerivedFrom
page length (characters) of wiki page
foaf:isPrimaryTopicOf
is Link from a Wikipage to another Wikipage of
Faceted Search & Find service v1.17_git147 as of Sep 06 2024


Alternative Linked Data Documents: ODE     Content Formats:   [cxml] [csv]     RDF   [text] [turtle] [ld+json] [rdf+json] [rdf+xml]     ODATA   [atom+xml] [odata+json]     Microdata   [microdata+json] [html]    About   
This material is Open Knowledge   W3C Semantic Web Technology [RDF Data] Valid XHTML + RDFa
OpenLink Virtuoso version 08.03.3331 as of Sep 2 2024, on Linux (x86_64-generic-linux-glibc212), Single-Server Edition (378 GB total memory, 67 GB memory in use)
Data on this page belongs to its respective rights holders.
Virtuoso Faceted Browser Copyright © 2009-2024 OpenLink Software