dbo:abstract
|
- Spiritualita (z lat. spiritualis, duchovní), česky duchovnost, hebrejsky ruchanijut, znamená životní praxi, způsob vnímání a osobního zacházení s tím, co člověka v různých rozměrech přesahuje. V tradičních přístupech může být řeč o Bohu, z hlediska soudobého poznání ale může být transcendence definována i různými způsoby nenábožensky. Lze ji též charakterizovat jako rozměr života, „v němž si uvědomujeme Boží přítomnost“. Náboženská spiritualita je vnitřní, osobní stránka zbožnosti a náboženství. (cs)
- Tradicionalment l'espiritualitat s'ha definit com un procés de transformació personal d'acord amb els ideals religiosos. A partir del segle XIX l'espiritualitat sovint se separa de la religió, i s'ha tornat més orientada a l'experiència subjectiva i el creixement psicològic. Pot referir-se a gairebé qualsevol tipus d'activitat il·luminadora o experiència meravellosa, però sense una sola definició àmpliament acordada. No n'existeix una única definició que sigui àmpliament acceptada; enquestes sobre la definició del terme, tal com s'utilitza en la investigació acadèmica, mostren una àmplia gamma de definicions, amb una similitud molt limitada. Segons Waaijman, el significat tradicional de l'espiritualitat és un procés de re-formació que "té com a objectiu recuperar la forma original de l'home, la imatge de Déu. Per aconseguir això, la re-formació està orientada a un motlle, que representa la forma original: en el judaisme la Torà, en el cristianisme Crist, en el budisme Siddharta Gautama, en l'islam l'Alcorà " En els temps moderns es posa l'accent en l'experiència subjectiva. Pot denotar gairebé qualsevol tipus d'activitat il·luminadora o experiència meravellosa. Encara denota un procés de transformació, però en un context independent d'institucions religioses organitzades, el que s'anomena "espiritual però no religiós". Houtman i Aupers suggereixen que l'espiritualitat moderna és una barreja de la psicologia humanista, tradicions místiques i esotèriques i les religions orientals. Waaijman assenyala que "espiritualitat" és només un terme d'una sèrie de paraules que denoten la praxi de l'espiritualitat. Alguns altres termes són "hassidisme, la contemplació, la càbala, l'ascetisme, el misticisme, la perfecció, la i la pietat". (ca)
- تطور معنى الروحانية وتوسع عبر الزمن، ويمكن العثور على دلالات مختلفة له مع بعضها، فتقليدياً أشارت الروحانية إلى عملية إعادة تكوين دينية تهدف «لاستعادة الهيئة الأصلية للإنسان»، بالتوجه «لصورة الإله»، كما وضح مؤسسو أديان العالم ونصوصها المقدسة، كما استُخدم مصطلح الروحانية في المسيحية المبكرة للدلالة على الحياة الموجهة للروح المقدسة، ومن ثم توسع خلال أواخر العصور الوسطى ليتضمن الجوانب الفكرية للحياة. انتشر بعد ذلك هذا مصطلح في العصور الحديثة لتقاليد دينية أخرى، وتوسع ليشير إلى مجال أكبر من الخبرات، بما يتضمن التقاليد الباطنية والدينية، وتميل استخداماته الحديثة للدلالة على تجربة شخصية ذات بُعد مقدّس، وعلى القيم والمعاني العميقة التي يعيش بموجبها البشر، وذلك ضمن سياق منفصل عن المؤسسات الدينية المنظمة غالباً، كالإيمان بعالم خارق للطبيعة، أو السمو الذاتي، أو البحث عن معنى مقدس أو مطلق، أو التجربة الدينية، أو لقاء البُعد الداخلي للذات. (ar)
- Ο ορισμός τής έννοιας τής πνευματικότητας έχει στα χρόνια μας μεταβληθεί. Από εκεί που παραδοσιακά θεωρείτο αμιγώς θρησκευτικός, σήμερα έχει καταστεί ιδεολογικο-φιλοσοφικός, ψυχο-βιολογικός και κοινωνικο-πολιτισμικός Από πολλούς και αξιόλογους ψυχολόγους έχει δοθεί τα τελευταία χρόνια σημαντική προσοχή στην έννοια τής πνευματικότητας. Την πνευματικότητα οι ψυχίατροι και οι ψυχολόγοι εννοούν: α) πολιτισμικά (και κυρίως ανθρωπιστικά), β) μυστικιστικά/υπερβατικά και γ) θρησκευτικο-ηθικά (Applebaum, 1985). Για την πνευματικότητα οι διάφοροι θρησκειοψυχολόγοι έχουν, κατά καιρούς, διατυπώσει ποικίλους θεωρητικούς και λειτουργικούς ορισμούς (Klaassen et al., 2009). Σύμφωνα μάλιστα με τη Bregman (2006), υφίστανται 92 ορισμοί τής πνευματικότητας. Στη συνέχεια, παραθέτουμε τους βασικότερους, ταξινομώντας τους σε: υπαρξιακούς, σχεσιακούς και υπερβατικούς. Από τις κοινωνικές επιστήμες, ο όρος πνευματικότητα εκλαμβάνεται ως η αναζήτηση σκοπού τής ζωής (Feenstra & Brouwer, 2008) και ως η επίτευξη της εσωτερικής αρμονίας (Schwartz, 1992. Myyry, 2008), παρουσιάζοντας εννοιολογική εγγύτητα με την καλοσύνη και την πανανθρώπινη συναίνεση (Verkasalo, 1996. Myyry & Helkama, 2001). Ο ως άνω αυτός ορισμός επιτρέπει την ανάδειξη και μιας άλλης διάστασης της πνευματικότητας: την ανθρώπινη ικανότητα για αυθυπέρβαση, κατά την οποία ο εαυτός εμπεριέχεται σε κάτι ευρύτερο από αυτόν τον ίδιο, συμπεριλαμβανομένης τής κατηγορίας τού ΙΕΡΟΥ (Benson et al., 2003). Πράγματι, κατά τον Doyle (1992), πνευματικότητα είναι η αναζήτηση υπαρξιακού νοήματος (Feenstra & Brouwer, 2008), ή, κατά την Boyatzis (2005a. Belzen, 2005), η αίσθηση της αυθυπέρβασης. Όσοι αδυνατούν να αντιληφθούν το νόημα στη ζωή τους, κινδυνεύουν να μείνουν άκαμπτοι και να απομονώνονται όλο και περισσότερο από τους άλλους (Feldman, 2010). Έτσι, σύμφωνα με τους Shafranske και Gorsuch (1984), η πνευματικότητα ορίζεται ως μια υπερβατική διάσταση εντός τής ανθρώπινης εμπειρίας, που ανακαλύπτεται σε στιγμές, κατά τις οποίες το άτομο ανακρίνει το νόημα της προσωπικής του ύπαρξης και επιχειρεί να θέσει τον εαυτό του σε ένα ευρύτερο οντολογικό πλαίσιο. Ομοίως, κατά τον Hart (1994), πνευματικότητα θεωρείται ο τρόπος αφενός που ένα πρόσωπο διακονεί στην καθημερινή του ζωή μια Πίστη, και αφετέρου που το ίδιο έρχεται αντιμέτωπο με τις απόλυτες («οριακές») καταστάσεις τής ύπαρξής του. Τέλος, κατά τον Elkins (1988) κ.ά., πνευματικότητα είναι ο τρόπος τής ύπαρξης και της εμπειρίας που λειτουργεί διά μέσου τής αντίληψης μιας υπερβατικής διάστασης και που χαρακτηρίζεται από κάποιες αναγνωρίσιμες αξίες όσον αφορά στον εαυτό, στη ζωή και σε οτιδήποτε εκλαμβάνεται ως Απόλυτο. Ωστόσο, ερωτάται πώς ακριβώς εννοείται και προσδιορίζεται η λέξη-κλειδί, το Υπερβατικό: «οριζόντια» (ανθρωπολογικά και εγκοσμιοκρατικά), «κάθετα» (λ.χ. ως υπερφυσικό), ή το συναμφότερο (Hood, 2005); Γιατί το ατομικό αυτό στοιχείο, γενικά, τής πνευματικότητας ―σε αντίθεση, για παράδειγμα, με το κοινοτικό στοιχείο τού «ανήκειν» (λ.χ. τής θρησκευτικότητας)― μπορεί να οδηγήσει είτε σε μια «προσωπική μυθολογία», είτε σε μια «προσωπική θεολογία» (πρβλ. «πνευματικό supermarket»). Αν, όμως, πάλι αποκλεισθεί το αμιγώς Υπερβατικό (δηλ. το Άκτιστο), τότε δεν μένει, παρά η σημασιολόγηση και η «λατρεία» είτε τού ίδιου τού εαυτού (self-spirituality: Ναρκισσισμός) μας, συμπεριλαμβανομένης τής ψυχικής ευεξίας και υγείας [οι οποίες, όμως, δεν εκλαμβάνονται μεμονωμένα ως αυταξίες στον Χριστιανισμό και χωρίς τη διασύνδεσή τους με την πνευματική υγεία (Chandler et al., 1992. Hall, 2004)], είτε κάποιων ευδαιμονιστικών και ηδονιστικών αξιών («νοητών ειδώλων») τού «νεοεποχίτικου» (Heelas, 1996), καταναλωτικού και «μιντιακού» σημερινού πολιτισμού μας [TV, films, club πνευματικότητας ή club πολιτισμού, pop μουσική, διαφήμιση, μόδα, video games, gadgetry κ.λπ. (Lynch, 2002)]. Έπειτα, κατά τον Armstrong (1996· πρβλ. Hill & Pargament, 2003. Feen¬stra & Brouwer, 2008. Simpson et al., 2008), ως πνευματικότητα μπορεί να λογισθεί η ύπαρξη σχέσης τού ανθρώπου με μια Ανώτερη Δύναμη, η οποία επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί ο ίδιος μέσα στον κόσμο. Ομοίως, κατά τον Tart (1975), ως πνευματικότητα θεωρείται το απέραντο βασίλειο της ανθρώπινης δυνητικής σύνδεσης με τους πιο υψηλούς στόχους, τις Θείες οντότητες, τον Θεό, την αγάπη, τη συμπόνια και την προθετικότητα. Κατά δε τους Fahlberg και Fahlberg (1991), ως πνευματικότητα νοείται οτιδήποτε εμπλέκεται στη συνάντηση με το «Θεῖον» εντός τού εαυτού ή τού (ανθρώπινου) Self. Εξάλλου, από τον Piedmont (1999) ως πνευματικότητα εκλαμβάνεται ο εσωτερικός προσανατολισμός τού ατόμου προς μια ευρύτερη υπερβατική πραγματικότητα, «που συνδέει όλα τα πράγματα σε μια πιο ενωτική αρμονία» (p. 988). Μάλιστα δε, σύμφωνα με τον Lerner (2004), η αίσθηση του Υπερβατικού, που σχετίζεται με τη διαδικασία τής ελεύθερης βούλησης, αποτελεί την ουσία τής πνευματικότητας (Lerner et al., 2003. Oman et al., 2006). Πιο ειδικά, ως πνευματικότητα ορίζεται από άλλους η προσωπική ή συλλογική αναζήτηση (Pargament, 1997, 1999. Zinnbauer & Pargament, 2005) ή/και η υποκειμενική εμπειρία (Vaughan, 1991) τού ΙΕΡΟΥ. Παρόμοια, κατά τον Benner (1989), ως πνευματικότητα ορίζεται η ανθρώπινη ανταπόκριση (Heinemann, 1957. Μπούκης, 1967) στο αγαπητικό κάλεσμα (κλήση) τού Θείου για σύναψη σχέσης (κοινωνίας) μαζί Του, όπως η τελευταία εκδηλώνεται λ.χ. στη διαδικασία τής συγκεχυμένης και της κατακτημένης ταυτότητας, στην επίγνωση του Θείου σχεδίου και στη Θεία ή την υπερβατική γενικά κλήση (βλ. έκσταση) τής όλης ύπαρξης (Feenstra & Brouwer, 2008). Έτσι, κατά τη θεολογική Ανθρωπολογία, η πνευματικότητα, η οποία βεβαίως διαπερνά ολόκληρη την προσωπικότητα (Θεοδώρου, 1967. Schmemann, 1976/1984. Benner, 1998. Τσαγκαρλή - Διαμάντη, 2004), δεν είναι ούτε κάτι το επιπρόσθετο για την απόκτηση της «σωτηρίας», ούτε μια ψυχολογική επικάλυψη φυσιολογικών μηχανισμών (βλ. αντανακλαστική Ψυχολογία τής Συμπεριφοράς). Κατά συνέπεια, ο όρος πνευματικότητα αναφέρεται γενικά σε κάποιες στάσεις, πεποιθήσεις και πρακτικές που εμπνέουν και ενθαρρύνουν τούς ανθρώπους, βοηθώντας τους να γίνουν ο εαυτός τους, δηλ. αυθεντικοί (Porterfield, 2001), και έτσι να αναχθούν σε «ὑπέρ αἴσθησιν» πραγματικότητες, βρίσκοντας νόημα στη ζωή (Feenstra & Brouwer, 2008). Πράγματι, κατά τον Benson κ.ά. (2003· πρβλ. Feenstra & Brouwer, 2008), η πνευματικότητα ορίζεται ως η εσωτερική ανθρώπινη ικανότητα για αυθυπέρβαση, κατά την οποία ο εαυτός διευρύνεται, προκειμένου να περιλάβει και το ΙΕΡΟ, αναζητώντας συνδεσιμότητα, νόημα, σκοπό και υποστήριξη. Εντούτοις, όπως εύκολα πάλι διαπιστώνει κανείς από την πληθώρα των ορισμών, η πνευματικότητα, πέρα τού «καθ’ ύλην» περιεχομένου της [λ.χ. από την αγιοπνευματική αναφορά, σύμφωνα με την Ορθόδοξη χριστιανική Παράδοση (Μαντζαρίδης, 1999. Καρδαμάκης, 1993. Μεταλληνός, 1999, 2004. Broosalis, 2000. Αγγελόπουλος, 2003)], φαίνεται ότι θρησκειο-ψυχολογικά (και φαινομενολογικά) παραμένει μια πολύσημη (Zinnbauer et al., 1997. Bender, 2007), «ασαφής» (Spilka, 1993. Zinnbauer et al., 1999), ρευστή (Hood, 2003ab), ολιστική (Hay & Nye, 2006) και, τελικά, α-όριστη ή ασύλληπτη (Basinger, 1990. Hood et al., 19962) έννοια. Όντως, ορθά έχει λεχθεί ότι «η μηχανογραφική έρευνα δεδομένων δεν μπορεί να υποκαταστήσει το λειτούργημα του Αγίου Πνεύματος» (Zuck & Getz, 1968, p. 8). Επειδή, όμως, όπως είδαμε, η διατύπωση ενός ακριβούς ορισμού τής πνευματικότητας φαίνεται αδύνατη, πολλοί ερευνητές έχουν επιμείνει στον εντοπισμό διαφόρων παραμέτρων τής πνευματικότητας. Ο Elkins και άλλοι (1988· πρβλ. Young - Eisendrath & Miller, 2000) διακρίνουν εννέα χαρακτηριστικά τής έννοιας τής πνευματικότητας:
* α) υπερβατικότητα,
* β) σημασία και σκοπό στη ζωή (Crumbaugh, 1968. Emmons, 1999/2003. Feenstra & Brouwer, 2008. Kézdy & Martos, 2009),
* γ) αντίληψη της ζωής ως ιερ-αποστολής,
* δ) ιερότητα της ζωής (Doehring et al., 2009),
* ε) συνειδητοποίηση της ανεπάρκειας των υλικών αξιών ως προς την ικανοποίηση των πνευματικών αναγκών,
* στ) αλτρουισμό,
* ζ) ιδεαλισμό (που, βέβαια, δεν ταυτίζεται με την Ιδεολογία),
* η) επίγνωση του τραγικού στοιχείου τής ανθρώπινης ζωής, και
* θ) πνευματική καρποφορία (δημιουργικότητα). Επίσης, κατά τον Ingersoll (1994· πρβλ. Howden, 1992. Brennan, 2004), η πνευματικότητα περιλαμβάνει: α) προθετικότητα, β) αντίληψη του Θείου, γ) «μυστηριακότητα», δ) ζωτικότητα ή δράση (πρβλ. Feenstra & Brouwer, 2008), ε) «εμπειρικότητα» (βιωματικότητα), στ) μια ενοποιητική διάσταση και ζ) σχεσιακότητα (πρβλ. Hill & Pargament, 2003. Feenstra & Brouwer, 2008. Simpson et al., 2008)· στην τελευταία αυτήν υποδιαίρεση, που συνδέει πνευματικότητα και σχεσιακότητα (Hall & Edwards, 1996, 2002. Hall et al., 1998), μιλάμε για μια «σχεσιακή πνευματικότητα» (relational spirituality), η οποία αποτελείται από δυο τουλάχιστον πνευματικές συνιστώσες: την κάθετη (προς το Θείον) και την οριζόντια (προς τους συνανθρώπους) πνευματική διάσταση· η σταυροειδής αυτή συνάφεια [«ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου. αὕτη ἐστὶ πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή. δευτέρα δὲ ὁμοία αὐτῇ· ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. ἐν ταύταις ταῖς δυσὶν ἐντολαῖς ὅλος ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται κρέμανται» (Ματθ. 22, 37-40)], που χαρακτηρίζει κατ’ εξοχήν τον Χριστιανισμό, υποδηλώνει ότι το σχεσιακό στυλ προς τον Θεό σχετίζεται με το σχεσιακό στυλ προς τον συνάνθρωπο [«Ἀγαπητοί, εἰ οὕτως ὁ Θεός ἠγάπησεν ἡμᾶς, καὶ ἡμεῖς ὀφείλομεν ἀλλήλους ἀγαπᾶν…ἐάν τις εἴπῃ ὅτι ἀγαπῶ τὸν Θεόν, καὶ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ μισῇ, ψεύστης ἐστίν» (Α’ Ιω. 4, 11. 20)], δεδομένου ότι η αυθεντική πνευματικότητα αποτελεί προάγγελο της διαπροσωπικής/κοινωνικής (οριζόντιας) σχεσιακότητας (Hall, 2004. Simpson et al., 2008). Εξάλλου, κατά τον LaPierre (1994), η πνευματικότητα νοείται ως: α) «ταξίδι» (πρβλ. Homo Viator), το οποίο, βέβαια, προϋποθέτει κάποια αφετηρία/αιτία, νόημα/σκοπό και προορισμό/στόχο (Crumbaugh, 1968. Emmons, 1999/2003. Kézdy & Martos, 2009), β) κίνηση προς το Υπερβατικό, γ) κοινωνία αγάπης (Feenstra & Brouwer, 2008), δ) θρησκεία (πίστεις και πράξεις που σχετίζονται με μια υπέρτατη ύπαρξη), ε) επίγνωση ότι το φυσικό περιβάλλον συνιστά δημιουργία τού Θεού, και στ) προσωπική μεταμόρφωση. Κατά τον MacDonald (2000), η πνευματικότητα ανάγεται στις εξής πέντε δομές: α) γνωστική διάσταση της πνευματικότητας (πεποιθήσεις, στάσεις και αντιλήψεις σχετικά με τη φύση και τη σημασία της πνευματικότητας, καθώς επίσης και θέματα που σχετίζονται με την προσωπική ψυχική λειτουργία), β) βιωματική/φαινομενολογική διάσταση της πνευματικότητας (πνευματικές, θρησκευτικές, μυστικές, υπερβατικές, peak, υπερπροσωπικές και προσωπικές εμπειρίες), γ) υπαρξιακή ευεξία (νόημα, σκοπός και όρια της ανθρώπινης ύπαρξης), δ) paranormal φαινόμενα (πρόγνωση, ψυχοκίνηση κ.λπ.), και ε) θρησκευτικότητα. Στο μεταξύ, όλες αυτές οι δομές έχει βρεθεί ότι σχετίζονται με τους Πέντε Παράγοντες της προσωπικότητας. Ενδεικτικά, η γνωστική διάσταση της πνευματικότητας και της θρησκευτικότητας σχετίζεται θετικά με την προσήνεια και την ευσυνειδησία, ενώ η εξωστρέφεια και η υπαρξιακή ευεξία σχετίζονται αρνητικά με τον νευρωτισμό. Άλλα, τέλος, χαρακτηριστικά τής πνευματικότητας θεωρούνται η ευσέβεια, η ταπεινοφροσύνη, η εσωτερική ειρήνη (τής καρδιάς), η ηρεμία και η γαλήνη (Beck, 1986. Cook et al., 2000). Συνοψίζοντας όλα τα πάρα πάνω ο Beck (1986), δέχεται ότι ο πνευματικός άνθρωπος χαρακτηρίζεται από αυτεπίγνωση, ευρύτητα πνεύματος, ολιστική και ενοποιητική διάθεση, ικανότητα του «θαυμάζειν», ευγνωμοσύνη, ελπίδα, κουράγιο, ενεργητικότητα, αμεριμνησία, δεκτικότητα, αγάπη και προσήνεια. Παράλληλα με τον όρο per se πνευματικότητα, η σύγχρονη Ψυχολογία τής Θρησκείας χρησιμοποιεί τα λεγόμενα «πνευματικά μοντέλα», τα οποία, αντίθετα από τη θεωρία τού Erikson (1959), παρατηρούνται κυρίως μεταξύ των νέων (Mariano & Damon, in press) και συνίστανται από επιδίωξη θετικών (ή «ευγενών») στόχων, και από την προσπάθεια κοινωνικής, φυσικής (οικολογικής) και προσωπικής ανάπτυξης (Damon, 2003. Damon et al., 2003). (el)
- Spiritualität (von lateinisch spiritus ,Geist, Hauch‘ bzw. spiro ,ich atme‘ – wie altgriechisch ψύχω bzw. ψυχή, siehe Psyche) ist die Suche, die Hinwendung, die unmittelbare Anschauung oder das subjektive Erleben einer sinnlich nicht fassbaren und rational nicht erklärbaren transzendenten Wirklichkeit, die der materiellen Welt zugrunde liegt. Spirituelle Einsichten können mit Sinn- und Wertfragen des Daseins, mit der Erfahrung der Ganzheit der Welt in ihrer Verbundenheit mit der eigenen Existenz, mit der „letzten Wahrheit“ und absoluter, höchster Wirklichkeit sowie mit der Integration des Heiligen, Unerklärlichen oder ethisch Wertvollen ins eigene Leben verbunden sein. Es geht dabei nicht um gedankliche Einsichten, Logik oder die Kommunikation darüber, sondern es handelt sich in jedem Fall um intensive psychische, höchstpersönliche Zustände und Erfahrungen, die direkte Auswirkungen auf die Lebensführung und die ethischen Vorstellungen der Person haben. (de)
- Spiriteco (el la latina: spiritus, spirito, menso, spiro) rilatas al la spirito kaj ties vivo, male al la materia penso (korpo, instinkto, ktp...).Ĝi estas travivita ligo al malmaterio, dieco, transo au senfino. Ĝi estas la konscio, ke la homa animo aŭ spirito devenas el io dia aŭ transa aŭ rilatas al ia absoluta realo. La senco de spiriteco estas proksima de tiu de religio, kvankam ĉi lasta emfazas la organizitan aspekton de iu spiriteca movado. Plie, spiriteco ne aparte emfazas la ekziston de unu aŭ pluraj dioj, sed prefere la nura spirita aktiveco, t.e. meditado kaj spirita enrigardado. (eo)
- Espiritualtasuna tradizionalki definitu da eraldaketa pertsonalaren prozesu moduan, ideal erlijiosoen araberakoa. XIX. mendetik sarritan azaltzen da erlijiotik aparte, eta gehiago bideratzen da esperientzia subjetibo eta hazkunde psikologikorantz. Hala ere, ez dago definizio amankomuna eta orokorrean adostuta: Houtman-ek eta Aupers-ek iradokitzen dute espiritualtasun modernoa nahasketa bat dela, psikologia humanistikoa, mistikoa eta esoterikoa eta Ekialdeko erilijioen artekoa. Beste hitz batzuk dira "hasidismoa, kontenplazioa, kabbala, aszetizismoa, mistizismoa, perfektotasuna, debozioa and errukia". Bizitza filosofiaren ildo edo modu bat markatzen du azken finean. (eu)
- El término espiritualidad (del latín spiritus, espíritu), depende de ladoctrina, escuela filosófica o ideología que la trate, así como del contexto en que se utilice. En un sentido amplio, significa la condición espiritual. Hay autores que lo consideran una dimensión más de la persona, como la dimensión biológica o social. Referido a una persona, es la disposición principalmente moral, psíquica o cultural, que posee quien tiende a investigar y desarrollar las características de su espíritu. Esta decisión implica habitualmente la intención de experimentar estados especiales de bienestar, como la salvación o la liberación. Se relaciona asimismo con la práctica de la virtud. (es)
- La notion de spiritualité (du latin ecclésiastique spiritualitas) comporte aujourd'hui des acceptions différentes selon le contexte de son usage. Elle se rattache conventionnellement, en Occident, à la religion dans la perspective de l'être humain en relation avec des êtres supérieurs (dieux, démons) et le salut de l'âme. Elle se rapporte, d'un point de vue philosophique, à l'opposition de la matière et de l'esprit (voir problème corps-esprit) ou encore de l'intériorité et de l'extériorité. Elle qualifie l'activité de l'esprit en tant qu'elle se rapporte à lui-même, séparément de ce qu'il n'est pas ou plus. Par conséquent, est compris comme spirituel tout ce qui se rattache à la nature de l'esprit. Elle annonce le spiritualisme. Elle désigne également la quête de sens, d'espoir ou de libération et les démarches qui s'y rattachent (initiations, rituels, développement personnel, Nouvel Âge). Elle peut également, et plus récemment, se comprendre comme dissociée de la religion ou de la foi en un Dieu, jusqu'à évoquer une « spiritualité sans religion » ou une « spiritualité sans dieu ». Elle désigne parfois des aspects esthétiques dans la littérature. (fr)
- Kerohanian atau spiritualitas merupakan segala kondisi pada pikiran manusia yang berkaitan dengan peran jiwa sebagai esensi bagi kehidupan. Istilah 'Kerohanian' atau 'Spiritualitas' tidak memiliki definisi yang pasti, meskipun para ilmuwan di bidang ilmu sosial telah menetapkan spiritualitas sebagai pencarian untuk yang dikaitkan dengan "kudus," di mana "suci" secara luas didefinisikan sebagai sesuatu yang diatur terpisah dari umumnya dan pantas dihormati. Penggunaan istilah "spiritualitas" telah berubah sepanjang zaman. Di zaman modern, spiritualitas sering dipisahkan dari agama-agama abrahamik, dan berkonotasi campuran antara psikologi humanisme dengan mistisisme dan tradisi esoterisisme dan agama-agama Timur yang ditujukan untuk kesejahteraan dan pengembangan diri secara pribadi. Pengartian "pengalaman spiritual" memainkan peran penting dalam spiritualitas modern, tetapi memiliki asal yang relatif baru. (in)
- The meaning of spirituality has developed and expanded over time, and various meanings can be found alongside each other. Traditionally, spirituality referred to a religious process of re-formation which "aims to recover the original shape of man", oriented at "the image of God"[[[Wikipedia:Citing_sources|page needed]]]_6-1" class="reference"> as exemplified by the founders and sacred texts of the religions of the world. The term was used within early Christianity to refer to a life oriented toward the Holy Spirit and broadened during the Late Middle Ages to include mental aspects of life. In modern times, the term both spread to other religious traditions and broadened to refer to a wider range of experience, including a range of esoteric and religious traditions. Modern usages tend to refer to a subjective experience of a sacred dimension and the "deepest values and meanings by which people live", often in a context separate from organized religious institutions. This may involve belief in a supernatural realm beyond the ordinarily observable world, personal growth, a quest for an ultimate or sacred meaning, religious experience, or an encounter with one's own "inner dimension". (en)
- La spiritualità, che denota atteggiamenti, ideali e valori attinenti in generale allo «spirito», può avere diverse accezioni ed interpretazioni. Dal punto di vista più elementare, essa consiste in una prospettiva secondo cui esiste un livello della realtà, non percepibile coi sensi fisici, situato oltre quello della materia tangibile, dal quale quest'ultima trae vita, intelligenza o, per lo meno, lo scopo di esistere; può anche arrivare ad includere la fede in esseri o poteri soprannaturali (come nella religione), ma sempre con l'accento posto sul valore personale dell'esperienza. (it)
- スピリチュアリティは、英語:Spiritualityの片仮名表記で、訳語には「霊性」 や「精神性」などがある。ただし、キリスト教などの組織的な伝統宗教からは離れて個々人が霊性に目覚める ような新しい文化運動・宗教現象などについて1990年代以降はカタカナ表記される方が優勢であるが、「霊性」と「スピリチュアリティ」という訳語を同じものとして扱うこともある。霊性や精神世界やスピリチュアリズム(心霊主義)に関わる意味ではスピリチュアル(霊的)ともよばれる。 近年は宗教学以外でも心理学や、ターミナルケア(終末医療)などの医療ケアにおいて、人の幸せや生活の質(クオリティ・オブ・ライフ)と関連して重要な概念とみなされている。また、ニューエイジ霊術系の新宗教、癒やしやセラピー、コンサートやワールドカップ応援など強い神秘性や超越的な権威が認められる現象、アニメ、映画、ゲーム、教育などでもスピリチュアリティという言葉が用いられる。スピリチュアリティの意味や、用語として使用する際の理論的および実践的文脈は、分野やテーマによっても相当に異なる。 (ja)
- ( 전한의 정치가에 대해서는 영성 (전한) 문서를 참고하십시오.)( 영성(靈性 · Spirituality)은 심령주의(心靈主義 · Spiritualism)와는 다른 개념이다.)
영성(靈性, Spirituality)은 이 낱말이 사용되고 있는 문맥에 따라 다음의 것들을 의미한다: 1.
* 궁극적 또는 비물질적 실재(實在, reality), 2.
* 자신의 존재의 에센스(essence, 정수)를 발견할 수 있게 하는 내적인 길(inner path) 3.
* 의거하여 살아야 할 준칙으로서의 가장 깊은 가치들과 의미들 명상, 기도, 묵상 또는 관조(contemplation)를 포함한 영적 수행들(spiritual practices)은 각 개인 자신의 내적인 삶(inner life, 내적인 생명)을 발전시키려는 목적으로 행한다. 영성(靈性, Spirituality)을 믿고 이에 의거하여 실천하는 사람들의 입장에서 볼 때, 이러한 영적 수행들은 바르게 수행되었을 때 그 결과로서 다음과 같은 경험들에 도달하게 한다고 여겨진다: 1.
* 더 커다란 실재와 연결 또는 합일되는 경험을 통해 더 커다란 자아(自我, self)에 이르는 것 2.
* 다른 사람들 또는 사람들의 공동체와 연결 또는 합일되는 경험 3.
* 자연이나 우주(cosmos)와 연결 또는 합일되는 경험 4.
* 신성(神性)의 영역(divine realm)과 연결 또는 합일되는 경험 영성(靈性, Spirituality)은 종종 삶에서 영감을 주고 삶의 방향을 알려주는 원천인 것으로 경험되고 있다. 또한, 영성은 비물질적 실재들을 믿는 것이나 우주 또는 세상의 본래부터 내재하는 성품(immanent nature) 또는 초월적인 성품(transcendent nature)을 경험하는 것을 뜻하기도 한다. (ko)
- Spiritualiteit heeft in de breedste zin te maken met zaken die de geest (Latijn spiritus) betreffen. Het woord wordt op vele manieren gebruikt en kan te maken hebben met religie of bovennatuurlijke krachten, maar de nadruk ligt op de persoonlijke innerlijke ervaring. (nl)
- Duchowość – pojęcie wieloznaczne, kojarzone albo z działaniem sił nadnaturalnych, albo ze szczególnym (często z wartościującym epitetem „wyższy”) wymiarem psychiki; może też być pojmowana w sposób łączący powyższe dwa sposoby, traktując wymiar duchowy jako należący do sfery nadnaturalnej. Literatura na temat duchowości odzwierciedla głównie trzy, jak dotąd trudne do oddzielenia, obszary refleksji, badań i praktyki: teologiczny, filozoficzny i psychologiczny (Grzegorczykowa, 2006). Podejście teologiczne podkreśla nadnaturalną istotę duchowości i zaleca połączenie z pewnym bytem (Bóg, Wszechświat, drugie życie, patrz eschatologia), podejście filozoficzne koncentruje się na dochodzeniach na temat natury „ducha” jako podłoża duchowości, podejście psychologiczne akcentuje jej subiektywny charakter (doświadczenie duchowe). Częstym elementem doświadczeń duchowych jest mistycyzm, przejawiający się w postaci różnych stanów zmienionej świadomości. Owoce mistycyzmu to m.in. wyższy poziom rozwoju wewnętrznego, specyficzna twórczość (mistyka) oraz rozmaite, niekiedy zdumiewające, dokonania. Jak to określił Bernard Spilka (1993), niejasna (ang. fuzzy) terminologia dotycząca duchowości powoduje, że nie sposób podać satysfakcjonującej definicji ani nawet zakresu znaczeniowego duchowości. Podjęcie takiego wyzwania jest jednak konieczne, m.in., z powodu rosnącego zainteresowania tym zjawiskiem i liczby badań nad nim. (pl)
- A espiritualidade pode ser definida como uma "propensão humana a buscar significado para a vida por meio de conceitos que transcendem o tangível, à procura de um sentido de conexão com algo maior que si próprio". A espiritualidade pode ou não estar ligada a uma vivência religiosa. Segundo diversas confissões religiosas, a espiritualidade traduz o modo de viver característico de um crente que busca alcançar a plenitude da sua relação com o transcendental. Cada doutrina religiosa comporta uma dimensão específica a esta descrição geral; mas, no aspecto religioso, pode-se traduzir a espiritualidade como uma 'dimensão do homem', como ser naturalmente religioso, e que constitui, de modo temático ou implícito, a sua mais profunda essência e aspiração. Alguns autores, porém, defendem a existência de uma espiritualidade inclusive em meio ao ateísmo. André Comte-Sponville fala de uma "espiritualidade sem Deus" no sentido de uma abertura para o ilimitado, um reconhecimento de sermos seres relativos, mas abertos para o absoluto. Seria o reconhecimento da dimensão misteriosa e ilimitada da existência, que não precisaria passar por alguma explicação religiosa; uma experiência que vai além do intelecto. Atualmente, a espiritualidade tem sido bastante estudada no que se refere às suas relações com a saúde humana. A Organização Mundial de Saúde (OMS) vem aprofundando as investigações sobre a espiritualidade enquanto constituinte do conceito multidimensional de saúde; atualmente, o bem-estar espiritual vem sendo considerado mais uma dimensão do estado de saúde, junto às dimensões corporais, psíquicas e sociais. (pt)
- Andlighet avser det immateriella, själslivet, koncept som utgår från antagandet att människan har en inneboende ande eller psyke. Ande och materia är traditionella motsatsord. Andlighet är förknippat med begrepp som fromhet, helighet, religiositet, , spiritualitet och mysticism. Andlighet kan både handla om tro och sökande, och just unga människors sökande från 1960-talet och framåt har lett till att många nya trossamfund och sekter bildats. Andlighet behöver inte inbegripa tron på något övernaturligt eller . Även utövande eller beundran av konst, musik, litteratur med mera, liksom de känslor som kärlek eller självförverkligande kan väcka, är immateriella till sin natur och kan ge en översinnlig upplevelse. Meditation, drömresor, inre resor, healing, regression, olika former av seanser och sittningar och saker som utmanar människan att tänka större, och som lockar henne att leta inåt i sig själv, brukar betecknas som andlighet, och förknippas starkt med new age-tänkandet. Vissa former av sådan betraktas inom kristenheten som irrläror. Andliga övningar kallade Ignatius av Loyola sin bok som beskrev hur jesuiterna skulle komma i kontakt med Gud. En andlig person skulle då vara en person som lever intensivt i sin religiösa tro. (sv)
- Духо́вность — в самом общем смысле — совокупность проявлений духа в мире и человеке. В социологии, культурологии и публицистике «духовностью» часто называют объединяющие начала общества, выражаемые в виде моральных ценностей и традиций, сконцентрированные, как правило, в религиозных учениях и практиках, а также в художественных образах искусства. В рамках такого подхода проекция духовности в индивидуальном сознании называется совестью, а также утверждается, что укрепление духовности осуществляется в процессе проповеди (увещания), просвещения, идейно-воспитательной или патриотической работы. (ru)
- 靈性(英語:spirituality),綜合學術與宗教解釋為「個人在各種相處關係中達到平衡的最佳狀態」,類似儒學《易传》、《中庸》所說的、中和(和諧)、诚等身心狀態。而這些週遭關係包含了本身個體、自然環境、神、他人等。雖說學術界多有探討該平衡關係,也多有對於靈性引申為個人生命意義的完整認知探討,但是一般說來,宗教信仰仍是靈性探討的主要內容,而講求靈性平衡及和諧的場合,也多與宗教事務相關。簡言之,今多數宗教都自詡可成就靈性平衡的信仰及實踐系統。 靈性的含義隨著時間的推移而發展和擴展,各種內涵可以相互並存。(在歐洲文化)傳統中,靈性是指一種宗教改革的過程,“旨在恢復人的原始形狀”,以“上帝的形象”為導向,以世界宗教的創始人和神聖文本為例。這個詞在早期基督教中被用來指以聖靈為導向的生活,並在中世紀晚期擴大到包括生活的心理方面。 在現代,該術語既擴展到其他宗教傳統並擴展到更廣泛的經驗,包括一系列深奧的傳統和宗教傳統。現代用法傾向於指代神聖維度的主觀體驗和“人們賴以生存的最深層次的價值觀和意義”,通常與有組織的宗教機構分離。 這可能涉及對超出通常可觀察世界的超自然領域的信仰、個人成長、對終極或神聖意義的追求、宗教體驗,或與自己的“內在維度”相遇。 (zh)
- Духовність (грец. Πνευματικότητα, івр. רוחניות, лат. Spiritualitas, англ. Spirituality) — абстрактний іменник до слова духовний. Як і слово першооснова духовність пов'язана з внутрішнім психічним життям людини, її моральним світом. Також слово часто має відтінки оціночної категорії та пов'язується з релігією. Як термін слово «духовність» використовується у таких науках, як філософія, етика, богослов'я на означення різних понять так чи інакше дотичних внутрішньому світові людини. (uk)
|
rdfs:comment
|
- Spiritualita (z lat. spiritualis, duchovní), česky duchovnost, hebrejsky ruchanijut, znamená životní praxi, způsob vnímání a osobního zacházení s tím, co člověka v různých rozměrech přesahuje. V tradičních přístupech může být řeč o Bohu, z hlediska soudobého poznání ale může být transcendence definována i různými způsoby nenábožensky. Lze ji též charakterizovat jako rozměr života, „v němž si uvědomujeme Boží přítomnost“. Náboženská spiritualita je vnitřní, osobní stránka zbožnosti a náboženství. (cs)
- Spiriteco (el la latina: spiritus, spirito, menso, spiro) rilatas al la spirito kaj ties vivo, male al la materia penso (korpo, instinkto, ktp...).Ĝi estas travivita ligo al malmaterio, dieco, transo au senfino. Ĝi estas la konscio, ke la homa animo aŭ spirito devenas el io dia aŭ transa aŭ rilatas al ia absoluta realo. La senco de spiriteco estas proksima de tiu de religio, kvankam ĉi lasta emfazas la organizitan aspekton de iu spiriteca movado. Plie, spiriteco ne aparte emfazas la ekziston de unu aŭ pluraj dioj, sed prefere la nura spirita aktiveco, t.e. meditado kaj spirita enrigardado. (eo)
- El término espiritualidad (del latín spiritus, espíritu), depende de ladoctrina, escuela filosófica o ideología que la trate, así como del contexto en que se utilice. En un sentido amplio, significa la condición espiritual. Hay autores que lo consideran una dimensión más de la persona, como la dimensión biológica o social. Referido a una persona, es la disposición principalmente moral, psíquica o cultural, que posee quien tiende a investigar y desarrollar las características de su espíritu. Esta decisión implica habitualmente la intención de experimentar estados especiales de bienestar, como la salvación o la liberación. Se relaciona asimismo con la práctica de la virtud. (es)
- La spiritualità, che denota atteggiamenti, ideali e valori attinenti in generale allo «spirito», può avere diverse accezioni ed interpretazioni. Dal punto di vista più elementare, essa consiste in una prospettiva secondo cui esiste un livello della realtà, non percepibile coi sensi fisici, situato oltre quello della materia tangibile, dal quale quest'ultima trae vita, intelligenza o, per lo meno, lo scopo di esistere; può anche arrivare ad includere la fede in esseri o poteri soprannaturali (come nella religione), ma sempre con l'accento posto sul valore personale dell'esperienza. (it)
- スピリチュアリティは、英語:Spiritualityの片仮名表記で、訳語には「霊性」 や「精神性」などがある。ただし、キリスト教などの組織的な伝統宗教からは離れて個々人が霊性に目覚める ような新しい文化運動・宗教現象などについて1990年代以降はカタカナ表記される方が優勢であるが、「霊性」と「スピリチュアリティ」という訳語を同じものとして扱うこともある。霊性や精神世界やスピリチュアリズム(心霊主義)に関わる意味ではスピリチュアル(霊的)ともよばれる。 近年は宗教学以外でも心理学や、ターミナルケア(終末医療)などの医療ケアにおいて、人の幸せや生活の質(クオリティ・オブ・ライフ)と関連して重要な概念とみなされている。また、ニューエイジ霊術系の新宗教、癒やしやセラピー、コンサートやワールドカップ応援など強い神秘性や超越的な権威が認められる現象、アニメ、映画、ゲーム、教育などでもスピリチュアリティという言葉が用いられる。スピリチュアリティの意味や、用語として使用する際の理論的および実践的文脈は、分野やテーマによっても相当に異なる。 (ja)
- Spiritualiteit heeft in de breedste zin te maken met zaken die de geest (Latijn spiritus) betreffen. Het woord wordt op vele manieren gebruikt en kan te maken hebben met religie of bovennatuurlijke krachten, maar de nadruk ligt op de persoonlijke innerlijke ervaring. (nl)
- Духо́вность — в самом общем смысле — совокупность проявлений духа в мире и человеке. В социологии, культурологии и публицистике «духовностью» часто называют объединяющие начала общества, выражаемые в виде моральных ценностей и традиций, сконцентрированные, как правило, в религиозных учениях и практиках, а также в художественных образах искусства. В рамках такого подхода проекция духовности в индивидуальном сознании называется совестью, а также утверждается, что укрепление духовности осуществляется в процессе проповеди (увещания), просвещения, идейно-воспитательной или патриотической работы. (ru)
- 靈性(英語:spirituality),綜合學術與宗教解釋為「個人在各種相處關係中達到平衡的最佳狀態」,類似儒學《易传》、《中庸》所說的、中和(和諧)、诚等身心狀態。而這些週遭關係包含了本身個體、自然環境、神、他人等。雖說學術界多有探討該平衡關係,也多有對於靈性引申為個人生命意義的完整認知探討,但是一般說來,宗教信仰仍是靈性探討的主要內容,而講求靈性平衡及和諧的場合,也多與宗教事務相關。簡言之,今多數宗教都自詡可成就靈性平衡的信仰及實踐系統。 靈性的含義隨著時間的推移而發展和擴展,各種內涵可以相互並存。(在歐洲文化)傳統中,靈性是指一種宗教改革的過程,“旨在恢復人的原始形狀”,以“上帝的形象”為導向,以世界宗教的創始人和神聖文本為例。這個詞在早期基督教中被用來指以聖靈為導向的生活,並在中世紀晚期擴大到包括生活的心理方面。 在現代,該術語既擴展到其他宗教傳統並擴展到更廣泛的經驗,包括一系列深奧的傳統和宗教傳統。現代用法傾向於指代神聖維度的主觀體驗和“人們賴以生存的最深層次的價值觀和意義”,通常與有組織的宗教機構分離。 這可能涉及對超出通常可觀察世界的超自然領域的信仰、個人成長、對終極或神聖意義的追求、宗教體驗,或與自己的“內在維度”相遇。 (zh)
- Духовність (грец. Πνευματικότητα, івр. רוחניות, лат. Spiritualitas, англ. Spirituality) — абстрактний іменник до слова духовний. Як і слово першооснова духовність пов'язана з внутрішнім психічним життям людини, її моральним світом. Також слово часто має відтінки оціночної категорії та пов'язується з релігією. Як термін слово «духовність» використовується у таких науках, як філософія, етика, богослов'я на означення різних понять так чи інакше дотичних внутрішньому світові людини. (uk)
- تطور معنى الروحانية وتوسع عبر الزمن، ويمكن العثور على دلالات مختلفة له مع بعضها، فتقليدياً أشارت الروحانية إلى عملية إعادة تكوين دينية تهدف «لاستعادة الهيئة الأصلية للإنسان»، بالتوجه «لصورة الإله»، كما وضح مؤسسو أديان العالم ونصوصها المقدسة، كما استُخدم مصطلح الروحانية في المسيحية المبكرة للدلالة على الحياة الموجهة للروح المقدسة، ومن ثم توسع خلال أواخر العصور الوسطى ليتضمن الجوانب الفكرية للحياة. (ar)
- Tradicionalment l'espiritualitat s'ha definit com un procés de transformació personal d'acord amb els ideals religiosos. A partir del segle XIX l'espiritualitat sovint se separa de la religió, i s'ha tornat més orientada a l'experiència subjectiva i el creixement psicològic. Pot referir-se a gairebé qualsevol tipus d'activitat il·luminadora o experiència meravellosa, però sense una sola definició àmpliament acordada. (ca)
- Ο ορισμός τής έννοιας τής πνευματικότητας έχει στα χρόνια μας μεταβληθεί. Από εκεί που παραδοσιακά θεωρείτο αμιγώς θρησκευτικός, σήμερα έχει καταστεί ιδεολογικο-φιλοσοφικός, ψυχο-βιολογικός και κοινωνικο-πολιτισμικός Από πολλούς και αξιόλογους ψυχολόγους έχει δοθεί τα τελευταία χρόνια σημαντική προσοχή στην έννοια τής πνευματικότητας. Την πνευματικότητα οι ψυχίατροι και οι ψυχολόγοι εννοούν: α) πολιτισμικά (και κυρίως ανθρωπιστικά), β) μυστικιστικά/υπερβατικά και γ) θρησκευτικο-ηθικά (Applebaum, 1985). (el)
- Spiritualität (von lateinisch spiritus ,Geist, Hauch‘ bzw. spiro ,ich atme‘ – wie altgriechisch ψύχω bzw. ψυχή, siehe Psyche) ist die Suche, die Hinwendung, die unmittelbare Anschauung oder das subjektive Erleben einer sinnlich nicht fassbaren und rational nicht erklärbaren transzendenten Wirklichkeit, die der materiellen Welt zugrunde liegt. Spirituelle Einsichten können mit Sinn- und Wertfragen des Daseins, mit der Erfahrung der Ganzheit der Welt in ihrer Verbundenheit mit der eigenen Existenz, mit der „letzten Wahrheit“ und absoluter, höchster Wirklichkeit sowie mit der Integration des Heiligen, Unerklärlichen oder ethisch Wertvollen ins eigene Leben verbunden sein. (de)
- Espiritualtasuna tradizionalki definitu da eraldaketa pertsonalaren prozesu moduan, ideal erlijiosoen araberakoa. XIX. mendetik sarritan azaltzen da erlijiotik aparte, eta gehiago bideratzen da esperientzia subjetibo eta hazkunde psikologikorantz. Hala ere, ez dago definizio amankomuna eta orokorrean adostuta: Houtman-ek eta Aupers-ek iradokitzen dute espiritualtasun modernoa nahasketa bat dela, psikologia humanistikoa, mistikoa eta esoterikoa eta Ekialdeko erilijioen artekoa. Beste hitz batzuk dira "hasidismoa, kontenplazioa, kabbala, aszetizismoa, mistizismoa, perfektotasuna, debozioa and errukia". (eu)
- Kerohanian atau spiritualitas merupakan segala kondisi pada pikiran manusia yang berkaitan dengan peran jiwa sebagai esensi bagi kehidupan. Istilah 'Kerohanian' atau 'Spiritualitas' tidak memiliki definisi yang pasti, meskipun para ilmuwan di bidang ilmu sosial telah menetapkan spiritualitas sebagai pencarian untuk yang dikaitkan dengan "kudus," di mana "suci" secara luas didefinisikan sebagai sesuatu yang diatur terpisah dari umumnya dan pantas dihormati. Penggunaan istilah "spiritualitas" telah berubah sepanjang zaman. Di zaman modern, spiritualitas sering dipisahkan dari agama-agama abrahamik, dan berkonotasi campuran antara psikologi humanisme dengan mistisisme dan tradisi esoterisisme dan agama-agama Timur yang ditujukan untuk kesejahteraan dan pengembangan diri secara pribadi. Pengar (in)
- The meaning of spirituality has developed and expanded over time, and various meanings can be found alongside each other. Traditionally, spirituality referred to a religious process of re-formation which "aims to recover the original shape of man", oriented at "the image of God"[[[Wikipedia:Citing_sources|page needed]]]_6-1" class="reference"> as exemplified by the founders and sacred texts of the religions of the world. The term was used within early Christianity to refer to a life oriented toward the Holy Spirit and broadened during the Late Middle Ages to include mental aspects of life. (en)
- La notion de spiritualité (du latin ecclésiastique spiritualitas) comporte aujourd'hui des acceptions différentes selon le contexte de son usage. Elle se rattache conventionnellement, en Occident, à la religion dans la perspective de l'être humain en relation avec des êtres supérieurs (dieux, démons) et le salut de l'âme. Elle désigne parfois des aspects esthétiques dans la littérature. (fr)
- ( 전한의 정치가에 대해서는 영성 (전한) 문서를 참고하십시오.)( 영성(靈性 · Spirituality)은 심령주의(心靈主義 · Spiritualism)와는 다른 개념이다.)
영성(靈性, Spirituality)은 이 낱말이 사용되고 있는 문맥에 따라 다음의 것들을 의미한다: 1.
* 궁극적 또는 비물질적 실재(實在, reality), 2.
* 자신의 존재의 에센스(essence, 정수)를 발견할 수 있게 하는 내적인 길(inner path) 3.
* 의거하여 살아야 할 준칙으로서의 가장 깊은 가치들과 의미들 명상, 기도, 묵상 또는 관조(contemplation)를 포함한 영적 수행들(spiritual practices)은 각 개인 자신의 내적인 삶(inner life, 내적인 생명)을 발전시키려는 목적으로 행한다. 영성(靈性, Spirituality)을 믿고 이에 의거하여 실천하는 사람들의 입장에서 볼 때, 이러한 영적 수행들은 바르게 수행되었을 때 그 결과로서 다음과 같은 경험들에 도달하게 한다고 여겨진다: (ko)
- Duchowość – pojęcie wieloznaczne, kojarzone albo z działaniem sił nadnaturalnych, albo ze szczególnym (często z wartościującym epitetem „wyższy”) wymiarem psychiki; może też być pojmowana w sposób łączący powyższe dwa sposoby, traktując wymiar duchowy jako należący do sfery nadnaturalnej. (pl)
- A espiritualidade pode ser definida como uma "propensão humana a buscar significado para a vida por meio de conceitos que transcendem o tangível, à procura de um sentido de conexão com algo maior que si próprio". A espiritualidade pode ou não estar ligada a uma vivência religiosa. (pt)
- Andlighet avser det immateriella, själslivet, koncept som utgår från antagandet att människan har en inneboende ande eller psyke. Ande och materia är traditionella motsatsord. Andlighet är förknippat med begrepp som fromhet, helighet, religiositet, , spiritualitet och mysticism. Andlighet kan både handla om tro och sökande, och just unga människors sökande från 1960-talet och framåt har lett till att många nya trossamfund och sekter bildats. Andlighet behöver inte inbegripa tron på något övernaturligt eller . Även utövande eller beundran av konst, musik, litteratur med mera, liksom de känslor som kärlek eller självförverkligande kan väcka, är immateriella till sin natur och kan ge en översinnlig upplevelse. (sv)
|